— Μια εξιστόρηση για τη σύλληψη του Ιησού, όπως ειπώθηκε απ’ τον υπηρέτη του αρχιερέα, Μάλχο

Οι τελευταίες 24 ώρες ήταν δυσάρεστες, τρομακτικές και συνάμα υπέροχες. Όλα άρχισαν με μια εντολή από τον αρχιερέα Καϊάφα, ένα πιόνι της Ρώμης, τον οποίον εγώ υπηρετούσα. «Μάλχο, κάνε αυτό! Μάλχο κάνε εκείνο!» Και όπως καταλαβαίνετε, πρέπει να κάνω ό,τι μου λένε. Είμαι το πιόνι ενός άλλου πιονιού, το οποίο επιτελεί όλες τις βρόμικες δουλειές του. Και η τελευταία που μου ανέθεσε, ήταν η πιο βρόμικη δουλειά που μου ανέθεσε ποτέ.

Μου είχαν δώσει εντολή να μεταφέρω τις οδηγίες του αρχιερέα στον επικεφαλής της φρουράς στον ναό, να πάω μαζί μ’ αυτόν και τους άντρες του να συλλάβουμε τον Ιησού και κατόπιν να Τον πάμε στο ιερατικό δικαστήριο. Είχαμε αναλάβει και άλλες τέτοιες παρόμοιες υποθέσεις στο παρελθόν, όταν συλλάβαμε άλλους δασκάλους αγύρτες, όμως αυτή τη φορά κάτι μέσα μου με έκανε να μη θέλω να υπακούσω τις διαταγές που μου έδωσαν.

Πριν μερικούς μήνες έτυχε να έχω ακούσει τον Ιησού να διδάσκει και για να σας πω την αλήθεια, δεν είχα ξανακούσει κάποιον να μιλάει όπως Αυτός! «Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Κάνετε καλό σ’ εκείνους που σας μισούν». Βλέπετε, το μήνυμα αυτό δεν ακούγεται συχνά! Όλοι οι άλλοι εφαρμόζουν το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Οι ζηλωτές θέλουν τη χώρα τους ξανά πίσω. Οι φανατισμένοι θρησκευόμενοι θέλουν τη θρησκεία τους πίσω ξανά. Οι εξαπατημένοι και διεφθαρμένοι έμποροι, θέλουν να ξαναπάρουν τα χρήματά τους. Φαίνεται πως όλοι ζητάνε να πάρουν εκδίκηση, όμως ο Ιησούς ήταν διαφορετικός.

Ο Καϊάφας μας ζήτησε να συλλάβουμε τον Ιησού μέσα στη νύχτα επειδή φοβόταν μην ξεσηκωθεί ο λαός αν μας έβλεπαν να Τον συλλαμβάνουμε στη διάρκεια της ημέρας. Ο Ιησούς είχε κάνει πολλά θαύματα και ο περισσότερος λαός Τον αγαπούσε. Στην ουσία, όταν εισήλθε στην πόλη πριν λίγες μέρες, ο λαός ήθελε να Τον ανακηρύξει βασιλιά του.

Η όλη ιδέα ήταν να βρούμε τον Ιησού κάπου στον κήπο όπου πήγαινε να προσευχηθεί, να Τον αιφνιδιάσουμε και να Τον συλλάβουμε πριν Αυτός καταφέρει να δραπετεύσει. Όταν όμως φθάσαμε εκεί, ήταν λες και Αυτός ήξερε εκ των προτέρων ότι ερχόμασταν να Τον συλλάβουμε και μας περίμενε. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης έκανε αυτό για το οποίο πληρώθηκε και μας υπέδειξε ποιος ήταν ο Ιησούς ανάμεσα σε καμιά δωδεκαριά άλλους άνδρες που ήταν κοντά Του. Τι τρόπος κι αυτός να προδώσεις τον αρχηγό σου – με ένα φιλί!

Θα μπορούσαμε να είχαμε γλυτώσει τα 30 ασημένια νομίσματα που πλήρωσαν οι αρχιερείς τον Ιούδα, επειδή πριν προλάβουμε να πούμε κάτι ή να κάνουμε κάτι, ο Ιησούς μας ρώτησε, «Ποιόν ψάχνετε;»

Τον «Ιησού από την Ναζαρέτ», του είπα εγώ.

«Εγώ Είμαι Αυτός», είπε ο Ιησούς. Το παρουσιαστικό Του ήταν τόσο εκθαμβωτικό, ώστε όλοι εμείς που είχαμε έλθει να Τον συλλάβουμε, πέσαμε στον έδαφος. «Ποιόν ζητάτε;» μας ρώτησε ξανά ο Ιησούς.

Τον «Ιησού από την Ναζαρέτ», επανέλαβα εγώ, καθώς προσπάθησα να σταθώ στα πόδια μου.

«Σας το είπα, Εγώ είμαι Αυτός που ζητάτε, αφήστε τους άλλους να φύγουν», είπε, δείχνοντας τους μαθητές Του.

Ένας όμως απ’ αυτούς – ο επονομαζόμενος Πέτρος – δεν ήθελε να φύγει χωρίς να δώσει μάχη. Τράβηξε ένα μαχαίρι και καθώς τραβήχτηκα για να τον αποφύγω, ένοιωσα έναν δυνατό πόνο ,κι άρχισε να τρέχει και αίμα από τη μια πλευρά του κεφαλιού μου. Τότε κατάλαβα ότι έλειπε το αυτί μου! Έπεσα στα γόνατά μου και με το χέρι μου πίεσα την πληγή μου, προσπαθώντας μάταια να σταματήσω το αίμα να τρέχει. Τα ρούχα μου γέμισαν από αίμα και ένοιωθα να χάνω επαφή με το περιβάλλον.

Ξαφνικά με περιέλουσε ένα λαμπερό φως. Κάποιος ανέφερε το όνομά μου. Ήταν ο Ιησούς ο Οποίος είχε γονατίσει δίπλα μου και είχε αγγίξει την πληγή μου με το χέρι Του. Ένοιωσα μια ζεστασιά. Ο πόνος σταμάτησε. Τα μάτια του Ιησού ήταν γεμάτα αγάπη. Δεν είπε ούτε μια λέξη, όμως ήξερα ότι ήταν φίλος μου και όχι εχθρός μου. Επίσης ήξερα ότι θα γινόμουν καλά – όμως τι θα συνέβαινε στον Ιησού; Είχα παίξει κάποιο ρόλο στη σύλληψή Του και τώρα το είχα μετανιώσει.

«Βάλε το μαχαίρι στη θέση του», είπε ο Ιησούς κοιτάζοντας τον Πέτρο. «Όποιος ζει με το μαχαίρι, θα πεθάνει από μαχαίρι».

Νομίζω πως μερικοί από τους φύλακες εκεί, έμειναν τόσο έκπληκτοι απ’ αυτό που συνέβη, όσο κι εγώ, για το ότι δηλαδή ο Ιησούς είχε αρκετή αγάπη να θεραπεύει τους εχθρούς Του. Μερικοί ίσως και να είχαν αναρωτηθεί, όπως κι εγώ, αν πράγματι ήταν ο Υιός του Θεού. Μάλλον κάτι τέτοιο δεν πέρασε από τον νου του αρχηγού της φρουράς, επειδή αυτός ποτέ του δεν αμφέβαλλε για τις εντολές που ελάμβανε. Σήκωσε απότομα τον Ιησού στα πόδια Του και σε λίγα λεπτά όλοι είχαν φύγει.

Όταν έμεινα μόνος μου στον κήπο, συλλογιζόμουν το θαύμα που είχε γίνει. Το αυτί μου είχε θεραπευτεί πλήρως, όμως ο χιτώνας μου και το δέρμα μου που ήταν γεμάτα αίματα, ήταν μια απτή απόδειξη ότι κάτι εκπληκτικό είχε συμβεί. Πώς δεν είδαν και όλοι οι άλλοι αυτό το θαύμα που συνέβη μπροστά τους; Πώς μπορούσαν να είναι τόσο αναίσθητοι;

Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου και ενώ ξέπλενα το αίμα απ’ το πρόσωπό μου και τα χέρια μου και άλλαξα ρούχα, δεν έπαψα να σκέπτομαι για το πώς μπόρεσα να συμμετάσχω σε ένα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα.

Πήγα γρήγορα στο παλάτι του αρχιερέα για να δω τι θα συμβεί στον Ιησού και είδα το μέρος εκεί να είναι γεμάτο κόσμο. Τα νέα για τη σύλληψη του Ιησού είχαν διαδοθεί πολύ γρήγορα.

«Πού είναι Αυτός;» ρώτησα έναν από τους φρουρούς.

«Η δίκη άρχισε ήδη και ο Καϊάφας είναι ήδη πεπεισμένος ότι αυτός ο Ιησούς είναι ένοχος βλασφημίας. Η απόφαση θα παρθεί γρήγορα και δεν υπάρχει περίπτωση να τη γλυτώσει ο Ιησούς», μου απάντησε ο φρουρός ψύχραιμα.

Συνέχιζα να αγγίζω το αυτί μου. Δεν πονούσε και δεν υπήρχε πληγή. Το ακούμπησα με τα δάκτυλά μου, όμως δεν υπήρχε καν ουλή. Πώς μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο;

Κατόπιν εκείνη η σκέψη ξαναήρθε ακόμη πιο δυνατή από πριν! Εγώ είμαι υπεύθυνος γι’ αυτό! Ένοιωσα λες και δικαζόμουν εγώ ο ίδιος. Αυτός με θεράπευσε, μου έδειξε αγάπη και έλεος και τώρα είναι ζωσμένος από λύκους που ζητάνε το αίμα Του. Τι είχα κάνει!

Ο φρουρός είχε δίκιο. Ο Καϊάφας και οι αρχιερείς βιάζονταν να Τον καταδικάσουν, όμως σύμφωνα με τον Ρωμαϊκό νόμο δεν είχαν την εξουσία να καταδικάσουν τον Ιησού σε θάνατο.

Ακολούθησα το πλήθος καθώς πήγαιναν τον Ιησού να δικαστεί από τον Πόντιο Πιλάτο, τον Ρωμαίο κυβερνήτη. Οι κατήγοροι του Ιησού ήταν κάπως όπως ήμασταν κι εμείς στον κήπο – κάθε φορά που μιλούσε Αυτός, αυτοί έμεναν άναυδοι. Γνώριζαν πως ο Ιησούς δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος.

«Δεν βλέπω να έχει κάνει κάποιο κακό», διεμήνυσε ο Πιλάτος αφού τον ανέκρινε. Όταν όμως είδε ότι το πλήθος είχε υποκινηθεί απ’ τους ιερείς και απαιτούσε την εκτέλεση του Ιησού και ήταν έτοιμοι να ξεσηκώσουν ταραχές, φώναξε να του φέρουν μια λεκάνη με νερό και μια πετσέτα και πλένοντας τα χέρια του, είπε προς το πλήθος, «Εγώ είμαι αθώος απ’ το αίμα αυτού του δίκαιου ανθρώπου. Εάν εσείς θέλετε να Τον σταυρώσετε, κάντε το!»

Κατόπιν ο Πιλάτος τους παρέδωσε τον Ιησού να Τον σταυρώσουν και όλη η φρουρά των Ρωμαίων στρατιωτών μαζεύτηκε γύρω απ’ τον Ιησού. Του φόρεσαν ένα κόκκινο μανδύα και Του έβαλαν ένα στεφάνι από αγκάθια στο κεφάλι. Τον έφτυσαν και Τον περιγέλασαν. «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων!» Κατόπιν Του φόρεσαν πάλι τα δικά Του ρούχα και Τον πήγαν να Τον σταυρώσουν.

Καθώς ακολουθούσα την πομπή, σπρωχνόμουν από το πλήθος που κατευθυνόταν μέσα από τα στενά δρομάκια της Ιερουσαλήμ, μέχρι που φθάσαμε σε έναν λόφο αποκαλούμενο Γολγοθά – «κρανίου τόπος» – λίγο πιο έξω απ’ την πόλη. Μέχρι να φθάσω στο μπροστινό μέρος του πλήθους, οι στρατιώτες Τον είχαν βάλει ήδη πάνω στο σταυρό, Του είχαν βάλει τα καρφιά και είχαν σηκώσει τον σταυρό, ώστε Αυτός να πεθάνει σαν ένας κοινός εγκληματίας. Το πρόσωπό Του και το σώμα Του ήταν γεμάτο αίματα, όπως και το δικό μου στον κήπο, όταν Αυτός με έκανε καλά.

Με τον νου μου θυμήθηκα κάτι που Τον άκουσα να λέει στο πλήθος πριν μερικούς μήνες, «Ήλθα για να αναζητήσω και να σώσω το απολωλός».

Αν και ήμουν σίγουρος ότι δεν μπορούσε να με ακούσει λόγω της οχλαγωγίας απ’ το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί να Τον δει να πεθαίνει, εγώ Του φώναξα, «Είμαι απολωλός, Ιησού. Συγχώρεσέ με γι’ αυτό που έκανα!»

Τότε με κοίταξε με την ίδια αγάπη που με κοίταξε όταν Τον είχα δει στον κήπο. Ήξερα πως με είχε συγχωρέσει. Το ότι θεράπευσε το αυτί μου ήταν ένα θαύμα, το ότι όμως θεράπευσε την καρδιά μου, ήταν ένα ακόμα μεγαλύτερο θαύμα.

Λίγο αργότερα, έφθασε και ο Καϊάφας για να χλευάσει τον Ιησού και να καμαρώσει για τη νίκη του. Διέφερε τόσο πολύ απ’ τον Ιησού – επειδή ο Καϊάφας ήταν γεμάτος με τόσο μίσος και κακία. «Εάν είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ, όπως ισχυρίζεσαι, κατέβα απ’ τον σταυρό! Τότε θα σε πιστέψουμε. Αφού εμπιστεύτηκες τον Θεό – ας σε σώσει τώρα Αυτός!»

Τότε ο ουρανός σκοτείνιασε, ο αέρας άρχισε να φυσάει δυνατά, κεραυνοί άρχισαν να πέφτουν στις πλαγιές των λόφων και ο Ιησούς ακούστηκε να φωνάζει, «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, επειδή δεν γνωρίζουν τι κάνουν!» Ακόμα και τότε που αργοπέθαινε πάνω στο σταυρό, συγχώρεσε τους εκτελεστές Του.

Τώρα γνωρίζω τι πρέπει να κάνω. Πρέπει να βρω κάποιο τρόπο να υπηρετήσω τον νέο μου Κύριο, από αγάπη και ευγνωμοσύνη μόνο.