Μια αφήγηση του Ματθαίου 8:23-27 ειπωμένη από έναν μαθητή του Ιησού.

Κανένας δεν μπορούσε να πει ιστορίες όπως ο Κύριος — ιστορίες για το έδαφος και τα πρόβατα, ένα χαμένο νόμισμα και έναν χαμένο γιο, για σοφούς και ανόητους υπηρέτες, για φρουρούς και παρθένες, για να αναφερθώ σε μερικές μόνον απ’ αυτές.

Καθώς έπεφτε το σούρουπο, νοιώθαμε όλοι μας εξαντλημένοι απ’ την προσπάθειά μας να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη. Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων βρίσκονταν κοντά μας για κάμποσες ώρες και μας ωθούσαν προς την παραλία, στην προσπάθειά τους να πλησιάσουν κοντύτερα στον Ιησού για να Τον δουν καλύτερα ή να αγγίξουν το ιμάτιό Του για ευλογία. Ο Ιησούς έπρεπε να ανέβει πάνω σε μια ψαρόβαρκα για να πει τις ιστορίες Του και να μπορεί το πλήθος να Τον ακούσει. Όμως καθώς είχε περάσει η ώρα, ζητήσαμε από όλους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Το έργο της ημέρας είχε τελειώσει.

Ο Ιησούς μας είπε να πάμε στην άλλη πλευρά της Λίμνης της Γαλιλαίας, καθώς γνώριζε ότι άλλη μια περιπέτεια μας πρόσμενε από εκεί — λες και χρειαζόμασταν περισσότερη έξαρση! Όλοι μας ελπίζαμε να ξεκουραστούμε μια και το χρειαζόμασταν.

Όταν αναχωρήσαμε, η θάλασσα ήταν ήρεμη και όλοι μας νοιώθαμε πως η μέρα μας είχε πάει πολύ καλά. Ο Ιησούς ήταν κι Αυτός εξαντλημένος όπως κι εμείς. Στην ουσία, λίγη ώρα αφότου αναχωρήσαμε, ακούμπησε το κεφάλι του πάνω σε ένα μαξιλαράκι στην κουπαστή και Τον πήρε ο ύπνος. Μια και ζούσαμε σκληρά, εκτιμούσαμε τις απλές ανέσεις. Συνήθιζε να λέει ότι οι αλεπούδες έχουν τρύπες να κρυφτούν και τα πουλιά του ουρανού έχουν φωλιές να κουρνιάσουν, όμως Αυτός δεν είχε πού να ακουμπήσει το κεφάλι Του — και αυτό αλήθευε, όμως ακόμα κι ένα μικρό μαξιλαράκι μπορούσε να κάνει τον ύπνο πιο γλυκό.

Όταν φθάσαμε στη μέση της λίμνης, απρόσμενα και από το πουθενά, άρχισε να πλησιάζει μια καταιγίδα. Μια και ήμουν έμπειρος ψαράς, γνώριζα ότι οι καταιγίδες ήταν ξαφνικές, ειδικότερα τις βραδινές ώρες. Μου είχαν πει ότι η καταιγίδα συμβαίνει, επειδή ο ψυχρός άνεμος από τα γύρω βουνά συγκρούεται με τα ζεστά ρεύματα αέρα πάνω από τη λίμνη που ήταν χαμηλά.

Η πρώτη μου αντίδραση πριν ακόμα ξεκινήσουμε, ήταν ότι δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να αναχωρήσουμε τόσο αργά με το καΐκι μας, όμως ο ουρανός δεν έδειχνε απειλητικός και όπως και να είχε, είχαμε και τον Κύριο μαζί μας. Σίγουρα, δεν θα μας είχε πει να σαλπάρουμε με το καΐκι, αν δεν γνώριζε ότι θα τα καταφέρναμε — όμως πολύ σύντομα ανακάλυψα ότι οι δικές Του σκέψεις δεν είναι ίδιες με τις δικές μας.

Ο άνεμος αγρίευε όλο και περισσότερο, ενώ τα κύματα κτυπούσαν με δύναμη το σκάφος μας από όλες τις πλευρές. Είχα δει θύελλες και θύελλες, όμως αυτό ήταν το κάτι άλλο. Το μικρό μας σκάφος, γεμάτο με τόσους άνδρες άρχισε να γεμίζει γρήγορα με νερά και όλοι μας προσπαθούσαμε να τα αδειάζουμε πίσω στη θάλασσα, με όποιο τρόπο μπορούσαμε. Όλοι μας, εκτός απ’ τον Κύριο, γιατί Αυτός κοιμόταν σαν μικρό παιδί. Ήταν απίστευτο!

Το νερό είχε φθάσει στους αστραγάλους μας και το σκάφος πήγαινε πέρα-δώθε, λες και ήμασταν πάνω στην πλάτη ενός δράκοντα. Γεμίζαμε νερά και σύντομα θα βυθιζόμασταν. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να κρατηθούμε από κάπου μέσα στο σκάφος, ώστε να μην πέσουμε στη θάλασσα. Δεν ξέραμε όλοι μας κολύμπι και ακόμα και αν μπορούσαμε να κολυμπήσουμε, τα κύματα ήταν τόσο δυνατά που δεν θα αντέχαμε για πολλή ώρα μέσα στα κρύα νερά.

Μαζί με έναν άλλο μαθητή, σκουντήσαμε τον Ιησού και Τον εκλιπαρήσαμε να κάνει κάτι. Δεν αντέδρασε αμέσως, έτσι προσπαθήσαμε να Τον πείσουμε περισσότερο, ελπίζοντας ότι θα ένοιωθε κάποιες ενοχές που δεν μας βοήθησε στην κατάσταση που βρισκόμασταν. «Κύριε, δεν Σε νοιάζει που πνιγόμαστε! Κάνε κάτι, σώσε μας!»

Και τότε, σηκώθηκε και με το χέρι Του πάνω στο κατάρτι είπε στην καταιγίδα! «Σώπασε, ησύχασε!»

Και αυτό συνέβη! Το νερό ηρέμησε αμέσως. Σταματήσαμε για ένα λεπτό κοιτάζοντας γύρω μας έκθαμβοι ενώ μέσα μου σκεφτόμουν γιατί δεν είχαμε ζητήσει την βοήθειά Του νωρίτερα.

Ο Ιησούς μας κοίταξε και είπε, «Γιατί φοβηθήκατε τόσο πολύ; Πού είναι η πίστη σας;» Και σ’ αυτό, εγώ ντράπηκα να απαντήσω.

Βέβαια, είχαμε και κάποιες απορίες: «Μα ποιος είναι Αυτός ο άνθρωπος, που ακόμα και ο άνεμος και η θάλασσα Τον υπακούν;» Αρχίσαμε να κατανοούμε πως δεν ακολουθούσαμε απλά έναν σοφό ραβίνο, αλλά και ότι βρισκόμασταν επίσης στην κυριολεξία μέσα στην παρουσία του Θεού.

Σύντομα προσεγγίσαμε την άλλη πλευρά της λίμνης με ασφάλεια και εγώ θυμήθηκα τα παρακάτω κείμενα απ’ τη Βίβλο: «Με τρομερά πράγματα, θα απαντάς σε μας, Θεέ τής σωτηρίας μας, η ελπίδα όλων των περάτων τής γης, και όσων βρίσκονται μακριά στη θάλασσα· Εσύ είσαι Αυτός που κατασιγάζεις τον ήχο τής θάλασσας, τον ήχο των κυμάτων της. [Εσύ] κατασιγάζεις την ανεμοζάλη, και τα κύματά της σιωπούν και τους οδηγείς στο επιθυμητό λιμάνι τους.». 1

Όταν κι άλλες απρόσμενες θύελλες συνέβησαν στη ζωή μου, ήμουν σίγουρος πως Εκείνος που ήταν μαζί μας στο καΐκι εκείνη τη μέρα, θα ήταν και μαζί μου για πάντα, μέχρι το τέλος των ημερών μου.

  1. Ψαλμός 65:5,7 και Ψαλμός 107:29-30