Ο καθένας μας έχει βιώσει στιγμές στη ζωή του, που νοιώθει τελειωμένος και ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Εγώ βίωσα τέτοιες στιγμές, όταν έπρεπε να ζήσω σε ένα χωριό έξω απ’ το Βελιγράδι με έναν εντελώς ανοίκειο τρόπο ζωής και περιβάλλον.
Έχοντας μεγαλώσει σε πόλη, είχα διαβάσει για τη ζωή στο χωριό μόνο στα βιβλία ή από ιστορίες που μου έλεγε η γιαγιά μου όταν με έβαζε για ύπνο μικρή. Ποτέ μου δεν είχα βιώσει ζωή σε ύπαιθρο μέχρι που ο σύζυγός μου ο Μάικλ και εγώ βρήκαμε ένα φθηνό σπίτι στην Σερβική ύπαιθρο και αποφασίσαμε να μετακομίσουμε εκεί και να φροντίσουμε τα μικρά μας παιδιά σε ένα φυσικό περιβάλλον. Η όλη ιδέα μου φάνηκε πολύ ρομαντική. Την ημέρα που μετακομίσαμε ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα, οι αμυγδαλιές ήταν ανθισμένες, τα λουλούδια και το γρασίδι ήταν παντού στον κήπο που περιέβαλε το απλό ξύλινο σπίτι που είχαμε μετακομίσει. Όλα έδειχναν τόσο υπέροχα και χαρωπά και τίποτα δεν φαινόταν να μας λείπει.
Λοιπόν, μετά από λίγο καιρό, άρχισα να παρατηρώ τι μας έλειπε!
Είχαμε δύο μικρά παιδιά κάτω απ’ την ηλικία των πέντε, ενώ το τρίτο ήταν καθοδόν. Ο σύζυγός μου δούλευε στην πόλη, διδάσκοντας Αγγλικά και έφευγε νωρίς το πρωί και επέστρεφε πολύ αργά το βράδυ.
Σε εκείνο το υπέροχο σπίτι στην ύπαιθρο, είχαμε τρεχούμενο νερό και ηλεκτρισμό, όμως μας έλειπαν πολλές άλλες ανέσεις, όπως το πλυντήριο και το καλοριφέρ. Όταν ο Μάικλ ήταν στο σπίτι, τα πράγματα πήγαιναν εντάξει, όταν όμως δεν ήταν εκεί, ήμουν μόνη μου. Μόλις είχα αρχίσει να μαθαίνω την τοπική γλώσσα και η αδυναμία μου να επικοινωνώ αποτελεσματικά με τους λίγους γείτονες που είχαμε – που φαίνονταν να τα καταφέρνουν μια χαρά – πολλαπλασίαζε τα δικά μου συναισθήματα απομόνωσης.
Ήλθε ο Σεπτέμβριος και γεννήθηκε η μικρή μας Λάρα, ένα στρουμπουλό μωράκι που μας έδινε τόσο πολλή χαρά και που δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου! Όταν όμως ήρθε ο χειμώνας, τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν όλο και περισσότερο. Έπρεπε να κόβω περισσότερα ξύλα, να πλένω περισσότερες πάνες, ενώ οι μέρες μίκραιναν και εγώ ένοιωθα πάρα πολύ αβοήθητη. Στο τέλος της ημέρας, όταν ο Μάικλ επέστρεφε απ’ τη δουλειά, με έβρισκε να κλαίω καθώς δεν μπορούσα να ανάψω την φωτιά στη σόμπα ή κάτι άλλο άσχημο είχε συμβεί.
Λίγους μήνες αργότερα, μετακομίσαμε σε ένα καλύτερο σπίτι, όμως ο καιρός εκείνος που είχαμε περάσει στο χωριό έγινε ένα σημείο αναφοράς στη ζωή μου και κάτι το οποίο μπορώ να θυμάμαι ακόμα και με κάποια νοσταλγία. Είμαι ευγνώμων για τη δύναμη και τη σοφία που απέκτησα εκεί και επίσης για το πώς η εμπειρία εκείνη με προετοίμασε κατά κάποιο τρόπο για το υπόλοιπο της ζωής μου. Αν τα είχα καταφέρει σε εκείνες τις συνθήκες, γνώριζα ότι μπορούσα να τα καταφέρω οπουδήποτε!