Η Σάντρα ποτέ δεν είχε νοιώσει τόσο στενοχωρημένη, καθώς προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα του ανθοπωλείου κόντρα στον αέρα που λυσσομανούσε. Η ζωή της ήταν άνετη σαν ένα ανοιξιάτικο αεράκι, όμως στον τέταρτο μήνα της δεύτερης εγκυμοσύνης της, ένα τροχαίο ατύχημα, της αφαίρεσε τη χαρά άλλου ενός παιδιού. Αν δεν της είχε συμβεί αυτό, την βδομάδα αυτή, θα γεννούσε έναν γιο. Θρηνούσε την απώλειά της και λες και αυτό δεν ήταν αρκετό, η εταιρεία που εργαζόταν ο άνδρας της, τον απειλούσε με μετάθεση, ενώ η αδελφή της, που την περίμενε πως και πως για να έλθει να την δει, τηλεφώνησε να της πει ότι δεν μπορούσε να έλθει. Το χειρότερο ήταν ότι μια φίλη της την εξαγρίωνε με το να της λέει, ότι το πένθος της ήταν το μονοπάτι που είχε χαράξει ο Θεός για να την ωριμάσει και θα της δίδασκε πώς να είναι ευγνώμων για τα καλά πράγματα στη ζωή της και να μάθει να συμπονά εκείνους που υποφέρουν.
Μήπως έχασε ποτέ της ένα παιδί αυτή; – Όχι. Ούτε καν μπορεί να νοιώσει πως νοιώθω εγώ! Είπε από μέσα της η Σάντρα. Πώς προσμένει να είμαι ευγνώμων; Ευγνώμων γιατί; – αναρωτήθηκε. Για έναν απρόσεχτο φορτηγατζή που με τράκαρε; Για έναν αερόσακο που μου έσωσε τη ζωή αλλά σκότωσε το παιδί μου;
«Καλό σας απόγευμα. Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» Ο τρόπος που της μίλησε η ανθοπώλης την ξάφνιασε. «Ω, συγνώμη», της είπε η υπάλληλος, που λεγόταν Τζένη. «Απλά δεν ήθελα να νομίσετε ότι σας αγνοούσα».
«Χρειάζομαι μια ανθοδέσμη».
«Θέλετε κάτι όμορφο αλλά συνηθισμένο ή θα θέλατε κάτι που αρέσει σε πολλούς πελάτες το οποίο εγώ αποκαλώ Το Σπέσιαλ της Ημέρας των Ευχαριστιών;» Βλέποντας την περιέργεια της Σάντρα, η Τζένη συνέχισε. «Είμαι πεπεισμένη πως τα λουλούδια λένε ιστορίες, πως η κάθε σύνθεση προτείνει και ένα ξεχωριστό συναίσθημα. Μήπως ψάχνετε για κάτι που εκφράζει ευγνωμοσύνη;»
«Όχι ακριβώς!» απάντησε η Σάντρα. «Βλέπεις, τους τελευταίους πέντε μήνες, ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, πήγε στραβά».
Η Σάντρα μετάνιωσε για αυτά της τα λόγια, όμως έμεινε έκπληκτη όταν η Τζένη της είπε, «Σου έχω το τέλειο μπουκέτο». Το μικρό κουδουνάκι της πόρτας ξαφνικά ήχησε.
«Γεια σου Μπάρμπαρα», είπε η Τζένη. «Έχω έτοιμη την παραγγελία σου, στην φέρνω αμέσως». Ευγενικά ζήτησε συγνώμη απ’ την Σάντρα και πήγε προς το μικρό της εργαστήριο. Ξαναήλθε γρήγορα φέρνοντας μια τεράστια σύνθεση από πρασινάδες, φιογκάκια και μακριά αγκαθωτά κοτσάνια από τριαντάφυλλα. Μόνο που δεν υπήρχαν τριαντάφυλλα στις απολήξεις των κοτσανιών, επειδή είχαν αφαιρεθεί. «Μήπως θα ήθελες να στα πακετάρω;» ρώτησε η Τζένη.
Η Σάντρα πρόσεχε να δει, ποια θα ήταν η αντίδραση της Μπάρμπαρα. Ήταν κάποιο αστείο; Ποιος θα ήθελε ποτέ του κοτσάνια χωρίς τριαντάφυλλα; Περίμενε ότι η Μπάρμπαρα θα έβαζε τα γέλια, παρατηρώντας ότι έλειπαν τα λουλούδια από τα κοτσάνια όμως καμιά απ’ τις δύο γυναίκες δεν γέλασε.
«Ναι, πακετάρισέ τα, είναι υπέροχα», είπε η Μπάρμπαρα. «Κάποιος θα πίστευε πως μετά από τρία χρόνια που έρχομαι και αγοράζω αυτό το Σπέσιαλ, δεν θα με συγκινούσε πια το νόημα που έχει, όμως αυτό δεν έχει πάψει να συμβαίνει. Θα αρέσει πολύ στην οικογένειά μου. Σ’ ευχαριστώ».
Η Σάντρα τα’ χε χαμένα. Γιατί μια τόσο φυσιολογική συζήτηση για μια τόσο περίεργη σύνθεση λουλουδιών; αναρωτήθηκε. Η Σάντρα μόλις και κατάφερε να αρθρώσει, «Μα αυτή η κυρία μόλις έφυγε με, ….»
«Ναι;»
«Μα δεν υπήρχαν λουλούδια!»
«Σωστά, τα έκοψα εγώ».
«Τα έκοψες;»
«Τα έκοψα, ναι. Γι’ αυτό είναι σπέσιαλ η σύνθεση αυτή και την αποκαλώ Μπουκέτο από Αγκάθια Ημέρας Ευχαριστιών».
«Ναι, αλλά γιατί να πληρώσει κάποιος για κάτι τέτοιο;» Και εκεί γέλασε κάπως η Σάντρα, παρόλο το πώς ένοιωθε.
«Σίγουρα θέλεις να μάθεις;»
«Θα το ήθελα πάρα πολύ!»
«Η Μπάρμπαρα ήλθε στο μαγαζί μου πριν τρία χρόνια νοιώθοντας περίπου, όπως νοιώθεις κι εσύ σήμερα», της εξήγησε η Τζένη. «Νόμιζε πως δεν υπήρχαν πολλά πράγματα για να νοιώθει ευγνωμοσύνη. Ο πατέρας της είχε πεθάνει από καρκίνο, η οικογενειακή τους επιχείρηση πήγαινε άσχημα, ο γιος της έπαιρνε ναρκωτικά και αυτή έπρεπε να κάνει μια σοβαρή εγχείρηση».
«Πω-πω, αυτό κι αν πονάει!» είπε η Σάντρα.
«Την ίδια χρονιά», συνέχισε η Τζένη, «εγώ έχασα τον σύζυγό μου. Ανέλαβα όλη την ευθύνη για το μαγαζί και για πρώτη φορά, ένοιωσα εντελώς μονάχη. Δεν είχα παιδιά, ούτε σύζυγο, κανέναν δικό μου εδώ κοντά και είχα και πολλά χρέη, ώστε να μη μπορώ να ταξιδέψω πουθενά».
«Και τι έκανες;»
«Έμαθα να είμαι ευγνώμων για τα αγκάθια».
Τι εννοείς «αγκάθια;» Είπε η Σάντρα.
«Βλέπεις, είμαι Χριστιανή. Πάντα ευχαριστούσα τον Θεό για τα καλά πράγματα στη ζωή μου και ποτέ δεν σκέφτηκα να Τον ρωτήσω γιατί μου συνέβαιναν καλά πράγματα. Όμως όταν μου συνέβαιναν άσχημα πράγματα, αμέσως Του ζητούσα εξηγήσεις! Πάντα απολάμβανα τα λουλούδια της ζωής όμως χρειάστηκαν τα αγκάθια για να μου δείξουν την ομορφιά της παρηγοριάς του Θεού. Ξέρεις, η Βίβλος λέει ότι ο Θεός μας παρηγορεί όταν υποφέρουμε, ώστε μέσα απ’ τη δική Του παρηγοριά να μπορούμε κι εμείς να μάθουμε να παρηγορούμε τους άλλους».
Η Σάντρα ξερόβηξε. «Ξέρεις, πριν λίγες μέρες, κάποια φίλη μου διάβασε το ίδιο κείμενο και εγώ εξαγριώθηκα μαζί της! Υποθέτω πως μάλλον δεν θέλω να παρηγορηθώ. Έχασα ένα μωρό και είμαι θυμωμένη με τον Θεό».
«Γεια σου, Φιλ!» Φώναξε η Τζένη, καθώς ένας φαλακρός, στρουμπουλός άνδρας μπήκε στο κατάστημα. Η Τζένη άγγιξε απαλά το χέρι της Σάντρα και μετά πήγε να καλωσορίσει τον Φιλ, κι εκεί αγκαλιάστηκαν μαζί. «Ήλθα εδώ για δώδεκα μακρουλά κοτσάνια με αγκάθια!» Είπε γελώντας ο Φιλ.
«Αυτό υπέθεσα κι εγώ», είπε η Τζένη. «Τα έχω έτοιμα» και έβγαλε απ’ το ψυγείο ένα μπουκέτο με κοτσάνια, περιτυλιγμένα με χαρτί.
«Όμορφα», είπε ο Φιλ. «Θα αρέσουν πολύ στη σύζυγό μου».
Η Σάντρα δεν μπορούσε να κρατηθεί απ’ το να ρωτήσει. «Αυτά είναι για τη σύζυγό σου;» Ο Φιλ είδε ότι η περιέργεια της Σάντρα ταίριαξε με τη δική του, όταν αυτός πρωτάκουσε για το μπουκέτο με τα αγκάθια. «Θα μπορούσες να μου πεις, γιατί τα αγκάθια;» Συνέχισε η Σάντρα.
«Θα σου πω», είπε αυτός. «Πριν τέσσερα χρόνια, η σύζυγός μου κι εγώ φθάσαμε σε σημείο σχεδόν να χωρίσουμε. Μετά από σαράντα χρόνια γάμου, είχαμε φθάσει στο απροχώρητο, όμως σιγά-σιγά, καταφέραμε να λύσουμε την κάθε μας διαφορά. Σώσαμε τον γάμο μας – την αγάπη μας, πραγματικά. Πριν ένα χρόνο ήρθα σ’ αυτό το κατάστημα για λουλούδια. Πρέπει να είπα στην Τζένη ότι περνούσαμε μεγάλες δυσκολίες, επειδή μου είπε ότι κρατούσε ένα βάζο με κοτσάνια από τριαντάφυλλα! — σαν μια υπενθύμιση για το τι είχε μάθει κι αυτή, μέσα απ’ τις δυσκολίες που είχε βιώσει. Αυτό μου ήταν αρκετό. Πήρα μερικά κοτσάνια. Η σύζυγός μου κι εγώ αποφασίσαμε να βάλλουμε από ένα καρτελάκι στο καθένα κοτσάνι, για την κάθε δύσκολη κατάσταση και να πούμε ευχαριστώ για αυτό που μας δίδαξε το πρόβλημα. Είμαι πολύ σίγουρος ότι αυτή η επανάληψη με το κοτσάνι έχει γίνει παράδοση».
Ο Φιλ πλήρωσε την Τζένη, την ευχαρίστησε ξανά και καθώς έφευγε, είπε στην Σάντρα, «Συνιστώ χωρίς καμία επιφύλαξη Το Σπέσιαλ!»
«Λοιπόν, από εμπειρία μου μπορώ να πω ότι τα αγκάθια κάνουν τα τριαντάφυλλα πιο ανεκτίμητα. Εκτιμάμε τη θεόσταλτη φροντίδα απ’ τον Θεό περισσότερο στη διάρκεια του πόνου από οποιαδήποτε άλλη φορά. Να θυμάσαι πως ο Ιησούς φόρεσε ένα στεφάνι από αγκάθια ώστε να μπορέσουμε κι εμείς να γνωρίσουμε την αγάπη Του. Μην απεχθάνεσαι τα αγκάθια».
Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της Σάντρα. Για πρώτη φορά από τότε που της συνέβη το ατύχημα, μαλάκωσε κάπως την πίκρα της. «Θα πάρω κι εγώ δώδεκα μακριά κοτσάνια με αγκάθια, παρακαλώ».
«Ήλπιζα να το κάνεις», είπε η Τζένη. «Θα στα έχω έτοιμα σε ένα λεπτό. Μετά, κάθε φορά που τα κοιτάς, θυμήσου να εκτιμάς μαζί και τις καλές και τις άσχημες στιγμές. Χρειαζόμαστε και τις δύο».
«Σ’ ευχαριστώ. Τι σου χρωστάω;»
«Τίποτα δεν μου χρωστάς, παρά μόνο μια υπόσχεση ότι θα αρχίσεις να θεραπεύεις την καρδιά σου. Την πρώτη χρονιά θα σου τα προσφέρω δωρεάν εγώ». Η Τζένη έδωσε μια καρτούλα στην Σάντρα. «Θα βάλω μια καρτούλα όπως αυτή στη σύνθεση, όμως ίσως θα ήθελες να την διαβάσεις πρώτα. Είναι μια προσευχή που την έγραψε κάποιος ο οποίος ήταν τυφλός. Διάβασέ την».
Θεέ μου, ποτέ μου δεν Σ’ ευχαρίστησα για το αγκάθι μου! Σε ευχαρίστησα χιλιάδες φορές για τα τριαντάφυλλά μου, όμως ούτε μια φορά δεν Σε ευχαρίστησα για το αγκάθι μου. Δίδαξέ με το μεγαλείο του σταυρού που μεταφέρω. Δίδαξέ με την αξία των αγκαθιών μου. Δείξε μου ότι έχω φθάσει κοντά Σου μέσω του μονοπατιού του πόνου. Δείξε μου ότι τα δάκρυά μου έχουν συνθέσει το ουράνιό μου τόξο. 1
Η Τζένη της είπε, «Ο Θεός να σε ευλογεί, Σάντρα», δίνοντάς της την αγκαθωτή Σπέσιαλ Ανθοδέσμη. «Ελπίζω να αρχίσουμε να γνωριζόμαστε καλύτερα».
- George Matheson (1842–1906) ↑