Δεν μου άρεσε πώς ένοιωθα. Δεν έκανε ακριβώς κρύο – μάλλον κάπως μια ψύχρα με πιθανότητα μιας θύελλας. Ένοιωθα όπως ακριβώς ήταν και ο καιρός εκείνη την ημέρα. Ήξερα γιατί ένοιωθα έτσι και αυτό με τρόμαζε. Επρόκειτο να γίνουν κάποιες αλλαγές και αυτό ήταν σαν να με κάλυπταν μαύρα σύννεφα. Επίσης ήξερα ότι υπήρχε ελπίδα για την κατάστασή μου, όπως ακριβώς ήξερα ότι ο ήλιος βρίσκονταν κάπου εκεί ψηλά, όμως το ότι δεν μπορούσα να συνδεθώ μαζί του με αναστάτωνε.

Η μυρωδιά της επερχόμενης βροχής με περιέκλυσε. Κάθισα σε μια θημωνιά πάνω στη κορφή ενός μικρού λόφου, με μηλιές στα δεξιά μου και θάμνους πιο κάτω και ένα μικρό κοπάδι πρόβατα που έβοσκαν στην κοιλάδα προς τα αριστερά μου. Ψηλά από πάνω μου, λίγες ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν τα γκρίζα σύννεφα. Τα βουνά που φαίνονταν στο βάθος ήταν σαν μια παλέτα θαμπών χρωμάτων μέσα στην καταχνιά που μαζευόταν σε μια σύνθεση από πράσινο, γκρι, γαλάζιο και μωβ. Ανάμεσα σ’ αυτά και εμένα, μια απαλή βροχή κρεμόταν σαν μια ημιδιάφανη κουρτίνα. Έπρεπε να παραδεχτώ πως ακόμα και χωρίς τον ήλιο και τα συνήθη ζωντανά χρώματα, η θέα ήταν όμορφη.

Ακριβώς όπως και σήμερα, σκέφτηκα, όπως αυτή η βδομάδα, όπως και οι τελευταίοι μήνες. Τόση πολλή αβεβαιότητα, όπως ακριβώς και αυτά τα σύννεφα από πάνω μου. Τόσες πολλές προκλήσεις, όπως κι εκείνα τα βουνά στο βάθος. Όμως συνεχίζει να υπάρχει ομορφιά, ακόμα και μέσα απ’ αυτές τις δύσκολες περιστάσεις.

Και τότε ακριβώς, τα σύννεφα χάθηκαν, βγήκε ο ήλιος και ξαφνικά όλα έγιναν πιο ζεστά. Μια μικρή πεταλούδα κάθισε στο παπούτσι μου και ένας δρυοκολάπτης άρχισε να κτυπά το μήνυμά του πάνω σε ένα δένδρο σε σήματα Μορς – «Ο Θεός είναι αγάπη». 1 Η ελπίδα έδειξε το πρόσωπό της και όντως ήταν υπέροχη!


  1. Ιωάννη Α’ 4:8