Ήταν ένα τυπικό πρωινό Δευτέρας και ο σύζυγός μου και εγώ είχαμε κατέβει στην πόλη όπου κάναμε δουλειές για το ανθρωπιστικό πρόγραμμα βοήθειας που είχαμε σε αρκετές χώρες των Βαλκανίων. Ήταν 10 το πρωί και ήδη έκανε αρκετή ζέστη. Το απόγευμα υποτίθετο να έχει περισσότερη ζέστη, γι’ αυτό προσπαθούσαμε να τελειώσουμε ότι είχαμε να κάνουμε πριν το μεσημέρι.
Καθώς παρκάραμε το φορτηγάκι μας, μας πλησίασε κάποιος ζητώντας μας χρήματα και κάτι για να φάει – κάτι που είναι συνηθισμένο εδώ, μια και εκατομμύρια συνεχίζουν να προσπαθούν να ξεπεράσουν τα οικονομικά αποτελέσματα του εμφύλιου πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Συνήθως προσπαθούμε να δίνουμε κάτι σε όσους μας το ζητάνε – λίγη ανθρωπιστική βοήθεια αν είχαμε μαζί μας ή λίγα χρήματα – όμως αυτή τη φορά δεν δώσαμε τη δέουσα προσοχή στο άτομο αυτό και με βιασύνη συνεχίσαμε το δρόμο μας.
Όταν επιστρέψαμε αργότερα, το ίδιο άτομο μας περίμενε εκεί, ανενόχλητο από την προηγούμενη αγένειά μας. Μια και το όχημά μας έχει ιταλικά νούμερα, μας είπε μερικές λέξεις στα Ιταλικά. Όταν του είπα ότι δεν ήμουν Ιταλίδα αλλά από τη Σκανδιναβία, άρχισε να μου μιλάει στα Δανέζικα. Ο σύζυγός μου κι εγώ αρχίσαμε να ψάχνουμε στο φορτηγάκι μας για να του δώσουμε κάτι και όταν μας άκουσε να συνομιλούμε στα Αγγλικά, μας μίλησε σε τέλεια Αγγλικά. Το άτομο αυτό δεν ήταν ένας τυπικός ζητιάνος.
Μας εξήγησε ότι ήταν πρόσφυγας λόγω του πολέμου στην Κροατία, ήταν άστεγος και δεν είχε τίποτα. Αυτός και μερικοί φίλοι του ζούσαν στο πάρκο που βρίσκονταν απέναντι. Ένα μικρό γκαζάκι με μια κατσαρόλα για μαγείρεμα και τρεις αδέσποτοι σκύλοι δίπλα στο μέρος που κοιμόταν μαρτυρούσαν την ακρίβεια της ιστορίας του. Ο σύζυγός μου και εγώ νοιώσαμε άσχημα για τον τρόπο που είχαμε συμπεριφερθεί σε αυτόν τον προφανώς ευπρεπή και ευφυή άνθρωπο που περνούσε τόσο μεγάλες δυσκολίες ή που είχαμε φερθεί σε οποιονδήποτε άλλον με αυτόν τον τρόπο.
Οι τραγωδίες του πολέμου είχαν οδηγήσει αυτόν και τους φίλους του στην παρούσα κατάσταση, όμως όσο περισσότερο συζητούσαμε μαζί του τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμασταν ότι είχαν προσαρμοστεί με αξιοθαύμαστο τρόπο στις πολύ μα πολύ δύσκολες συνθήκες, ζώντας σε ένα πρόχειρο κατάλυμα κάτω από τα δένδρα, κάνοντας μπάνιο ή πλένοντας τα ρούχα τους στον ποταμό Δούναβη που ήταν εκεί κοντά.
Κοιτάξαμε μέσα στο φορτηγάκι μας και συγκεντρώσαμε μερικές προμήθειες γι’ αυτόν και τους φίλους του – τρόφιμα, σαπούνι και είδη τουαλέτας καθώς επίσης και λίγα Χριστιανικά περιοδικά – και υποσχεθήκαμε να τους φέρουμε και ρούχα την επόμενη φορά που θα ερχόμαστε στην πόλη.
Πόσο εύκολο είναι μερικές φορές λόγω της βιασύνης μας, να μας ξεφύγουν αυτές οι πολύτιμες στιγμές, όταν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να βοηθήσουμε κάποιον που χρειάζεται βοήθεια. Όλοι μας έχουμε τόσα πολλά να προσφέρουμε στους γύρω μας και αυτοί έχουν τόσα να μας προσφέρουν, πολύ συχνά όμως η βιασύνη μας αυτή, μας εμποδίζει να δεχτούμε αυτήν την ευλογία.