Ο Τζον πήρε μια ανάσα καθώς έσπρωχνε το καρότσι με τα ψώνια στην ουρά που υπήρχε και κοίταξε την ώρα στο κινητό του για τρίτη φορά. Είχαν περάσει ήδη 40 λεπτά! Πόσο θα κρατήσει αυτό; Βλέπετε υπήρχε ένα τεχνικό πρόβλημα σε μερικά απ’ τα ταμεία του σουπερμάρκετ και όλοι οι πελάτες περίμεναν στο ένα και μοναδικό ταμείο που δούλευε. Και έχω μόνο λίγα ψώνια, σκέφτηκε, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να πάω στο ραντεβού που έχω. Θα έχει τόση πολύ κίνηση στον δρόμο το απόγευμα —
Οι σκέψεις του διακόπηκαν από μια φασαρία που γινόταν λίγο πιο πίσω απ’ αυτόν στην ουρά και ενστικτωδώς έκανε στην άκρη, καθώς μια κάπως εύσωμη, εξαντλημένη γυναίκα κρατώντας στα χέρια της μερικά ψώνια έσπρωχνε να πάει μπροστά. Δυσανασχετώντας φωναχτά για το πόση ώρα περίμενε ήδη, έσπρωχνε για να πάει στην αρχή της ουράς. Κανένας δεν προσπάθησε να την σταματήσει.
Καθώς όμως σχεδόν έφτανε στο ταμείο, ένας υψηλόσωμος κύριος με γκρι κοστούμι της έκλεισε τον δρόμο με το χέρι του. Η γυναίκα σταμάτησε και όλοι περίμεναν να δούνε τι θα γίνει.
«Κυρία μου», της είπε με ήρεμη φωνή ο κύριος, «όλοι μας εδώ έχουμε κουραστεί να περιμένουμε. Μερικοί από εμάς έχουμε και άλλες δουλειές, μερικοί από εμάς έχουμε παιδιά να πάμε να τα πάρουμε απ’ το σχολείο και μερικοί από εμάς ίσως και να έχουμε να πάρουμε το αεροπλάνο να πάμε κάπου». Μετά συνέχισε. «Αυτή τη στιγμή κανείς μας δεν μπορεί να κάνει κάτι. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε υπομονετικά. Σας παρακαλώ επιστρέψτε στη σειρά που ήσασταν πριν».
Η γυναίκα γύρισε και κοίταξε όλους εκείνους τους κουρασμένους πελάτες που περίμεναν σιωπηλά τη σειρά τους και κατόπιν επέστρεψε εκεί που ήταν πριν. Όλοι ανάσαιναν με ανακούφιση που το θέμα είχε λήξει εκεί.
Η ουρά συνέχισε να προχωρά προς τα μπροστά. Όταν ήλθε η σειρά εκείνου του κυρίου να πληρώσει, αυτός γύρισε και κάλεσε τη γυναίκα να έλθει να πάρει την θέση του.
Η γυναίκα έμεινε έκθαμβη. Οι πελάτες έκαναν χώρο για να περάσει. Έφθασε στην αρχή της ουράς, απολογούμενη και ευχαριστώντας τον ευγενικό εκείνο κύριο, που παρέμεινε σιωπηλός. Πλήρωσε για τα ψώνια της και έφυγε και η ουρά συνέχισε να προχωράει ομαλά από τότε και μετά.
Καθώς ο Τζον συλλογιζόταν την κατάσταση που είχε εξελιχθεί εκεί, θυμήθηκε εκείνη τη φράση που είχε διαβάσει εκείνο το πρωινό πριν προσευχηθεί για τη μέρα του: «Χειρίσου τον καθένα με ευγένεια, ακόμα κι εκείνους που σου φέρνονται απρεπώς – όχι επειδή είναι εκείνοι ευγενικοί, αλλά επειδή εσύ είσαι ευγενικός». Μόλις είχε δει ένα παράδειγμα στην πράξη.