Πολλοί από εμάς έχουμε ακούσει την παραβολή του καλού Σαμαρείτη στο κατά Λουκά 10:25-37. Εντούτοις, επειδή ζούμε σε κουλτούρες πολύ διαφορετικές από εκείνη της Παλαιστίνης του πρώτου αιώνα, ίσως και να υπάρχουν κάποιες πλευρές της παραβολής, με τις οποίες ίσως να μην μπορούμε να συσχετιστούμε. Όταν ακούμε ή διαβάζουμε την παραβολή αυτή, εμάς δεν μας σοκάρει αναγκαστικά, ούτε αντιτίθεται στο κατεστημένο του σύγχρονου κόσμου. Όμως οι ακροατές εκείνης της εποχής που άκουγαν τον Ιησού να τους αφηγείται αυτή την παραβολή, ίσως και να σοκαρίστηκαν από αυτήν. Το μήνυμα της παραβολής αυτής ήταν αντίθετο με τις προσδοκίες τους και ίσως και να προκαλούσε τις πολιτισμικές τους ευαισθησίες.

Ας αρχίσουμε ρίχνοντας μια ματιά στους χαρακτήρες της παραβολής, όπως αυτοί εμφανίζονται.

Η παραβολή δεν μας λέει και πολλά για τον πρώτο χαρακτήρα, τον άνθρωπο που υπέπεσε θύμα ξυλοδαρμού και ληστείας, όμως μας δίνει κάποιο στοιχείο που είναι κρίσιμης σημασίας στην ιστορία. Του είχαν αφαιρέσει τα ρούχα και κείτονταν στο έδαφος, σοβαρά κτυπημένος και αναίσθητος. 1

Οι λεπτομέρειες αυτές είναι πολύ πιο σημαντικές απ’ ό,τι νομίζουμε εμείς, επειδή οι άνθρωποι στον πρώτο αιώνα, ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι απ’ τον ρουχισμό τους, τη γλώσσα τους ή την προφορά τους. Αφού λοιπόν, ο ξυλοκοπημένος άνθρωπος δεν φόραγε ρούχα, ήταν αδύνατον να αναγνωριστεί η εθνικότητά του. Και επειδή ήταν αναίσθητος και ανίκανος να μιλήσει, ήταν αδύνατον να ταυτοποιηθεί ποιος ήταν ή από πού ήταν.

Ο δεύτερος χαρακτήρας στην ιστορία είναι ο ιερέας. Οι Ισραηλίτες ιερείς ήταν εκείνοι που λειτουργούσαν στον ναό στην Ιερουσαλήμ για μια εβδομάδα τη φορά, κάθε 24 εβδομάδες. Δεν δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες για τον ιερέα σε αυτή την ιστορία, όμως εκείνοι που άκουσαν την παραβολή του Ιησού, μάλλον συμπέραναν ότι αυτός επέστρεφε στην κατοικία του στην Ιεριχώ, αφότου είχε λειτουργήσει στον ναό την μία του βδομάδα.

Ο τρίτος χαρακτήρας στην παραβολή είναι ο Λευίτης. Ενώ όλοι οι ιερείς ήταν Λευίτες, δεν ήταν ιερείς και όλοι οι Λευίτες. Θεωρούνταν ελάσσων κλήρος και όπως και οι ιερείς, υπηρετούσαν κι αυτοί για μια εβδομάδα τη φορά, δύο φορές τον χρόνο.

Ο Σαμαρείτης: Οι Σαμαρείτες ήταν λαός που ζούσε στη λοφώδη περιοχή της Σαμάρειας, έχοντας τη Γαλιλαία στον βορρά και την Ιουδαία στον νότο. Πίστευαν στα πρώτα πέντε βιβλία του Μωυσή, όμως θεωρούσαν ότι ο Θεός είχε ορίσει το Όρος Γαριζίν ως τόπο λατρείας και όχι την Ιερουσαλήμ.

Το 128 πΧ, ο ναός των Σαμαρειτών πάνω στο Όρος Γαριζίν, καταστράφηκε απ’ τον Ιουδαϊκό στρατό. Ανάμεσα στο 6ο και 7ο έτος μΧ, μερικοί Σαμαρείτες διασκόρπισαν ανθρώπινα οστά στον Ιουδαϊκό ναό και κατ’ αυτό τον τρόπο τον μόλυναν. Αυτά τα δύο γεγονότα έπαιξαν ρόλο στη βαθιά έχθρα που υφίστατο ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Σαμαρείτες, που είναι προφανές μέσα στην Καινή Διαθήκη. Και ήταν ενώ υφίστατο αυτή η πολιτιστική, φυλετική και θρησκευτική έχθρα, που ο Ιησούς είπε την παραβολή για τον καλό Σαμαρείτη.

Ο τελευταίος μας χαρακτήρας είναι ο δικηγόρος. Αν και ο δικηγόρος δεν είναι μέρος της παραβολής, όμως είναι λόγω των ερωτήσεων που έκανε στον Ιησού και ο Ιησούς είπε την παραβολή αυτή. Στα χρόνια της Καινής Διαθήκης, οι δικηγόροι ήταν ειδικοί στον θρησκευτικό νόμο και τους ζητούσαν να ερμηνεύσουν και να διδάξουν τους νόμους του Μωυσή. Εξέταζαν τις πιο δύσκολες και δυσεπίλυτες νομικές ερωτήσεις και προσέφεραν τη γνώμη τους. Ίσως αυτό που να παρακίνησε τον δικηγόρο να ρωτήσει τον Ιησού, μπορεί να ήταν για να αρχίσει μια δημόσια αντιπαράθεση όσον αφορά την ερμηνεία της Γραφής. Ίσως όμως και να αναζητούσε πνευματικές αλήθειες.

Η παραβολή

Μας αναφέρει ο Λουκάς, «Και ιδού, νομικός (δικηγόρος), πήρε τον λόγο και θέλοντας να Τον δοκιμάσει, είπε, ‘Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;’» Η ερώτηση αυτή, για το πώς αποκτάται η αιώνια ζωή, ήταν ένα θέμα αντιπαράθεσης πολλές φορές τον πρώτο αιώνα από τους Ιουδαίους διανοούμενους, με την έμφαση ως επί το πλείστον στην υπακοή του νόμου, ως τρόπο απόκτησης αιώνιας ζωής.

«Του αποκρίνεται [ο Ιησούς], ‘Τι γράφει ο Νόμος; Τι έχεις διαβάσει;’ Και ο [δικηγόρος] απάντησε, ‘Θα αγαπάς Κύριο τον Θεό σου, με όλη σου την καρδιά, όλη σου την ψυχή και όλη σου τη δύναμη και όλο σου τον νου και τον πλησίον σου ως τον εαυτό σου’». 2

Όπως διαφαίνεται μέσα σε όλα τα Ευαγγέλια, αυτό ακριβώς ήταν που δίδασκε ο Ιησούς και ίσως ο δικηγόρος αυτός να είχε ακούσει τον Ιησού να αναφέρει αυτόν τον κανόνα του να αγαπάμε τον Θεό με όλο μας το είναι και να αγαπάμε τον πλησίον μας. Όμως αυτός … «λέει στον Ιησού, ‘Και ποιος είναι ο πλησίον μου;’» 3

Ο δικηγόρος θέλει να μάθει ποιον ακριβώς πρέπει να αγαπά. Γνωρίζει ότι ο πλησίον του συμπεριλαμβάνει τους Ιουδαίους συμπατριώτες του. Όμως οι Εθνικοί δεν θεωρούνταν πλησίον, αν και αναφέρει στο Λευιτικό 19:34 να «συμπεριφέρεστε στον ξένο ο οποίος συνταξιδεύει μαζί σας, ως έναν ντόπιο, έναν δικό σας και να τον αγαπάτε σαν τον εαυτό σας». Βασισμένος σ’ αυτό, ο δικηγόρος θα είχε υποθέσει ήδη ότι οι πλησίον του θα ήταν οι Ιουδαίοι, συν οποιοσδήποτε άλλος μη-Ιουδαίος ζούσε στην πόλη του, ενώ τώρα θέλει να μάθει αν ο Ιησούς συμφωνεί και απαντώντας σ’ αυτή την ερώτηση, «Ποιος είναι ο πλησίον μου», ο Ιησούς λέει την παραβολή.

«Αποκρίθηκε ο Ιησούς, ‘Κάποιος ταξίδευε απ’ την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές, που τον έγδυσαν, τον κτύπησαν και τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο’». 4 Αν και ήταν αδύνατο να καταλάβουμε την εθνικότητα του ανθρώπου αυτού από τα υπόλοιπα στοιχεία της ιστορίας, οι ακροατές μάλλον θα είχαν υποθέσει ότι ο άνδρας αυτός ήταν Ιουδαίος.

«Τυχαία, ένας ιερέας περνούσε από εκείνο τον δρόμο και όταν τον είδε πήγε απ’ το άλλο μέρος του δρόμου». 5 Όπως ειπώθηκε νωρίτερα, ίσως και ο ιερέας να επέστρεφε έχοντας εκτελέσει μία απ’ τις εβδομάδες υπηρεσίας του στον ναό. Λόγω της θέσης του, ίσως και να ήταν καβάλα πάνω σε έναν γάιδαρο και θα μπορούσε να είχε μεταφέρει τον τραυματία στην Ιεριχώ.

Το πρόβλημα ήταν πως δεν μπορούσε να πει ποιος, ή ποιας εθνικότητας ήταν ο άνδρας αυτός, μια και ήταν αναίσθητος και γυμνός. Ο Μωσαϊκός νόμος απαιτούσε απ’ τον ιερέα να βοηθήσει έναν Εβραίο, όχι όμως και έναν ξένο. Και μαζί με όλα τ’ άλλα, ο ιερέας δεν γνώριζε αν ο άνδρας αυτός ήταν πεθαμένος ή όχι και σύμφωνα με τον νόμο, με το να πάει κοντά του ή με το να αγγίξει τον νεκρό, αυτό θα τον έκανε τελετουργικά ακάθαρτο. Υπό αυτές τις συνθήκες, αποφάσισε να προσπεράσει τον άνδρα εκείνο, παραμένοντας στην άλλη πλευρά του δρόμου, διατηρώντας τη σωστή απόσταση και ίσως έτσι και για να αποφύγει να ανακαλύψει ποιος ακριβώς ήταν ο άνδρας αυτός και αν ήταν ακόμα ζωντανός, οπότε και θα έπρεπε να κάνει κάτι.

Η παραβολή συνεχίζει: «Ομοίως και ένας Λευίτης, όταν έφθασε εκεί και τον είδε, πήγε απ’ την άλλη μεριά του δρόμου». 6 Ο Λευίτης κάνει το ίδιο όπως και ο ιερέας και λόγω της απουσίας κάποιας ξεκάθαρης θρησκευτικής εντολής να βοηθήσει, αποφασίζει κι αυτός επίσης να μην κάνει τίποτα.

Το τρίτο άτομο που εισέρχεται στο σκηνικό, είναι ένας απεχθής Σαμαρείτης, ένας εχθρός. Ο Ιησούς περιγράφει τα όσα κάνει ο Σαμαρείτης για τον ετοιμοθάνατο άνδρα, πράγματα τα οποία ο ιερέας και ο Λευίτης, οι οποίοι ήταν λειτουργοί στον ναό, θα έπρεπε να είχαν κάνει. «Να όμως ένας Σαμαρείτης, καθώς περνούσε, τον είδε και τον λυπήθηκε. Τον πλησίασε, έσκυψε και επίδεσε τα τραύματά χύνοντας πάνω τους λάδι και κρασί. Κατόπιν τον έβαλε πάνω στο ζωντανό του και τον έφερε σε ένα πανδοχείο και τον φρόντισε». 7

Ο Σαμαρείτης σπλαχνίζεται τον τραυματία, επιδένει τα τραύματά του και στη συνέχεια χρησιμοποιεί κρασί και λάδι για να απολυμάνει τις πληγές του. Και όχι μόνον, επειδή σηκώνει τον άνδρα και τον βάζει πάνω στο ζωντανό του και κατόπιν τον πηγαίνει σε ένα πανδοχείο, μάλλον στην Ιεριχώ.

Και στη συνέχεια έκανε ακόμα περισσότερα. «Την επόμενη μέρα βγάζει δύο δηνάρια και τα δίνει στον πανδοχέα, λέγοντάς του, ‘Φρόντισέ τον και ό,τι ξοδέψεις παραπάνω, εγώ θα στα δώσω όταν επιστρέψω’». 8 Δύο δηνάρια ισοδυναμούσαν με μισθούς δύο ημερών για έναν εργάτη. Η υπόσχεση του Σαμαρείτη να επιστρέψει και να πληρώσει ό,τι θα κόστιζε παραπάνω, διαβεβαίωναν ότι ο πανδοχέας θα συνέχιζε να φροντίζει με ασφάλεια και να περιποιείται τον πληγωμένο άνδρα.

Όταν τελείωσε την ιστορία, ο Ιησούς ρωτάει τον δικηγόρο: «Ποιος απ’ αυτούς τους τρείς νομίζεις ότι αποδείχθηκε ως ο πλησίον στον άνδρα εκείνο που έπεσε θύμα ληστείας;» και αυτός Του απάντησε, «Εκείνος που έδειξε έλεος». Τότε ο Ιησούς του λέει, «Πήγαινε και εσύ και κάνε το ίδιο». 9

Όταν ο δικηγόρος ρώτησε τον Ιησού, «Ποιος είναι ο πλησίον μου;» Του ζητούσε μια ξεκάθαρη  απάντηση. Όμως η ιστορία του Ιησού έδειξε ότι δεν υπάρχει λίστα με περιορισμούς για το ποιόν είσαι υπεύθυνος να αγαπάς ή ποιόν υποτίθεται να θεωρείς πλησίον σου. Ο Ιησούς όρισε ως «πλησίον σου» οποιονδήποτε έχει την ανάγκη σου, τον οποίο ο Θεός έχει φέρει στον δρόμο σου.

Με αυτή την παραβολή, ο Ιησούς έκανε ξεκάθαρο πως πλησίον μας είναι οποιοσδήποτε χρειάζεται κάτι, ανεξάρτητα απ’ τη φυλή τους, τη θρησκεία τους και τη θέση τους στην κοινωνία μας. Δεν υπάρχουν όρια όταν είναι να δείξουμε αγάπη και καλοσύνη. Η καλοσύνη ξεπερνά τις απαιτήσεις του νόμου και αναμένεται από εμάς να αγαπάμε ακόμα και τους εχθρούς μας.

Όλοι αυτοί οι πονεμένοι άνδρες και γυναίκες που συναντάμε στη ζωή μας, ίσως να μην είναι μισοπεθαμένοι από φυσικής άποψης στην άκρη του δρόμου. Όμως είναι τόσοι πολλοί αυτοί που χρειάζονται να νοιώσουν αγάπη και συμπόνια, να δεχθούν τη βοήθεια κάποιου, ή κάποιον πρόθυμο να ακούσει τον πόνο της καρδιάς τους, για να νιώσουν έτσι ότι αξίζουν και ότι κάποιος νοιάζεται γι’ αυτούς. Εάν λοιπόν, ο Θεός σας έχει φέρει στον δρόμο τους, τότε ίσως καλεί κι εσάς να είστε αυτό το άτομο.

Ο Ιησούς έθεσε τον πήχη  για την αγάπη και την καλοσύνη μέσα απ’ αυτή τη παραβολή, και τα τελευταία Του λόγια σ’ αυτήν για εμάς — τους σημερινούς ακροατές — είναι «Πηγαίνετε κι εσείς και κάνετε το ίδιο».


  1. Δείτε Λουκά 10:30.
  2. Λουκά 10:26-27
  3. Λουκά 10:29
  4. Λουκά 10:30
  5. Λουκά 10:31
  6. Λουκά 10:32
  7. Λουκά 10:33-34
  8. Λουκά 10:35
  9. Λουκά 10:36-37