Γεννήθηκα το 1955 και οι γονείς μου ήταν εργάτες. Τον καιρό εκείνο, η Γερμανία φτιαχνόταν απ’ την αρχή, μετά την ερήμωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. «Δούλευε σκληρά και σφίγγε τα δόντια σου» φαινόταν να είναι το σύνθημα της οικογένειάς μου. Η ζωή ήταν σκληρή, οι προμήθειες λιγοστές και αφού εργάζονταν και οι δύο γονείς μου, τον περισσότερο καιρό εγώ και η αδελφή μου είμαστε μόνες στο σπίτι μετά το σχολείο. Δεν άκουγες πράγματα για πίστη ή προσευχή και ούτε υπήρχε ο χρόνος για να διευθετηθούν οι συναισθηματικές μας ανάγκες.

Και μαζί με όλα αυτά, διαγνώστηκα με μια χρόνια μυϊκή πάθηση η οποία παραμόρφωσε την πλάτη μου. Μόνη μου και παραφορτωμένη συναισθηματικά εκείνες τις μέρες, από τις ατελείωτες επισκέψεις στους γιατρούς και τις φυσιοθεραπείες, ένοιωθα χαμένη και ανασφαλής, όπως ένα καράβι που πάει πέρα-δώθε στην τρικυμία.

Όμως ήταν τότε, που μια σπίθα πίστης άρχισε να φωτίζει το σκοτάδι μου. Όταν ήμουν 12, παρατήρησα πως κάθε φορά που τραγουδούσαμε τον ύμνο του Μαρτίνου Λούθηρου («Ο Θεός μας είναι ένα Δυνατό Καταφύγιο») στο μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο, η καρδιά μου και οι σκέψεις μου αντλούσαν νέο κουράγιο.

Την ημέρα που έγινα μέλος της εκκλησίας, η πίστη μου έκανε άλλο ένα άλμα, όταν μέσα σε εκείνο το πέτρινο εκκλησάκι του χωριού, μια βροχερή φθινοπωρινή μέρα, προσκάλεσα τον Ιησού στη ζωή μου. Η εμπειρία αυτή αποτυπώθηκε δυνατά μέσα στην καρδιά μου, ανανέωσε την πίστη μου και μου απέφερε κάποια ειρήνη.

Αργότερα, όπως και τόσοι άλλοι νέοι την εποχή εκείνη, ξεκίνησα ένα «ταξίδι προσκυνήματος» από τη Μέση Ανατολή, μέχρι την Ινδία και το Νεπάλ, προς αναζήτηση σκοπού και έννοιας στη ζωή. Δυστυχώς, μετά από δύο χρόνια ταξιδιών με μερικούς φίλους μέσα σε ένα σαράβαλο τροχόσπιτο, απέμεινα μόνη μου πάνω σε μια μικρή πόλη στη βόρεια Ινδία και μόλις είχα γίνει καλά από μια βαριάς μορφής ηπατίτιδα. Όμως ένα μουντό και ομιχλώδες πρωινό, συνέβη κάτι πολύ παράξενο.

Στο φτωχικό μοτέλ που έμενα, συνάντησα μια ομάδα από νεαρούς Χριστιανούς αποστόλους που με προσκάλεσαν να μείνω μαζί τους μέχρι να γίνω καλύτερα. Η καλοσύνη τους, η αφοσίωσή τους και η απλή τους πίστη, με άγγιξαν βαθειά μέσα μου.

Ένα πρωινό καθώς διαβάζαμε κάτι απ’ τη Βίβλο, ένα κείμενό της μίλησε στην καρδιά μου: «Η βασιλεία των ουρανών είναι, πάλι, όμοια με έναν θησαυρό, που είναι κρυμμένος μέσα στο χωράφι, τον οποίο, αφού τον βρήκε ένας άνθρωπος, τον έκρυψε, και, από τη χαρά του, πηγαίνει και πουλάει όλα όσα έχει, και αγοράζει εκείνο το χωράφι». 1 Εκεί αντιλήφθηκα πως η ψυχή μου δεν διψούσε για φήμη, επιτυχία ή πλούτο, αλλά για νόημα, σκοπό και ειρήνη.

Από τότε και μετά, η ζωή μου πέρασε μέσα από ανεξήγητα μοτίβα και βίωσε και καλούς και δύσκολους καιρούς, όμως ο θησαυρός της πίστης που είχα ανακαλύψει τα προηγούμενα χρόνια, με έχει βοηθήσει να ξεπεράσω την κάθε θύελλα με την πίστη, ότι ο Θεός είναι πάντα μαζί μου και ότι Αυτός θέλει το καλύτερό μου.


  1. Ματθαίου 13:44