Η απογοήτευση ήταν μεγάλη και γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Τόσα πολλά πράγματα της πήγαιναν στραβά και καθώς οι πιθανότητες ελαττώνονταν, τα προβλήματα πολλαπλασιαζόταν.
Το να διδάσκεις δεν είναι ποτέ εύκολη δουλειά. Και είναι περισσότερο δύσκολη στο ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς και στο τέλος – και βρισκόταν στην τελευταία βδομάδα. Μια από τις πιο αγαπημένες τάξεις της δεν τα πήγε και τόσο καλά στα τελικά διαγωνίσματα. Ήταν δικό της το φταίξιμο;
Πληρωνόταν με το μάθημα και επειδή είχαν κάνει διακοπές για δύο βδομάδες, πληρώθηκε τον μισό της μισθό μόνο. Μετά, ένας από τους μαθητές της στον οποίο έκανε ιδιαίτερα μαθήματα της τηλεφώνησε και της είπε ότι θα σταματούσε. Αυτός ο μήνας θα είναι δύσκολος, είπε από μέσα της, γεμίζοντάς την λύπηση.
Καθώς βγήκε έξω, σκέφτηκε το πάρτι των γενεθλίων της που πλησίαζαν, για το οποίο δεν έδειχνε και πολύ ενθουσιασμένη πια. Μερικά άτομα που ήλπιζε ότι θα ερχόταν, της είχαν πει ότι δεν μπορούσαν να έλθουν, ενώ οι δύο της γιοι ζούσαν σε άλλες χώρες. Άρχισε να την γαργαλάει η μύτη της – σημάδι ότι σύντομα θα άρχιζε να δακρύζει.
Καθώς περίμενε στη στάση, οι σκέψεις της πήγαν στα δικά της διαγωνίσματα που ήταν σε λιγότερο από μια βδομάδα και για το πόσο απροετοίμαστη ένοιωθε.
Σιγοψιχάλιζε και το λεωφορείο είχε αργήσει. Τελικά ήρθε, όμως είχε τόση κίνηση στο δρόμο και η επιστροφή για το σπίτι διήρκησε διπλάσιο χρόνο απ’ ό,τι συνήθως. Ήθελε να τηλεφωνήσει στην αδελφή της, το τηλέφωνο της όμως ήταν κλειστό. Τι μέρα κι αυτή!
Η τελευταία σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν ο λογαριασμός του ρεύματος που βρήκε κάτω από την πόρτα. Ήταν περισσότερο απ’ ό,τι περίμενε.
Έκατσε στον καναπέ και έβαλε τα κλάματα. Ήταν αναστατωμένη με τα προβλήματα, την όλη κατάσταση και τη μοναξιά της, αλλά και επειδή άφησε τον εαυτό της να πέσει σε τέτοια κατάθλιψη και αυτολύπηση. Έκανε ήσυχα την πιο απλή και σύντομη προσευχή, που έφερνε πάντα αποτέλεσμα. «Σε παρακαλώ Ιησού, κάνε κάτι!»
Η βροχή σταμάτησε. Μπορούσε να ακούσει τα πουλάκια. Ένα αεράκι μετέφερε την ευωδιά από τις ανθισμένες πασχαλιές. Ένοιωσε σαν να έκανε το πρώτο διάλειμμα στη μέρα της. Αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι της ευγνωμοσύνης που είχε παίξει αμέτρητες φορές με τα αγόρια της.
«Σ’ ευχαριστώ για τα αγόρια μου που είναι χαρούμενα και υγιή». Τα δύο αγόρια που είχε, της έδιναν τόση πολύ χαρά.
«Σ’ ευχαριστώ που έχω ένα μέρος για να ζω». Ένοιωσε καλύτερα αμέσως.
«Σ’ ευχαριστώ για όσα προμηθεύεις Εσύ», σιγοψιθύρισε, ενώ έκανε το αγαπημένο της τσάι.
«Σ’ ευχαριστώ για τη μαγεία της μουσικής!» Και διάλεξε ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια για να ακούσει.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο και έμεινε έκθαμβη από τα φανταχτερά χρώματα σε ένα από τα πιο όμορφα δειλινά που είχε δει ποτέ. Η καρδιά της ένοιωσε ευγνωμοσύνη. Η ψυχή της χαίρονταν πάλι καθώς ξαναθυμόταν, πως η ζωή ήταν γεμάτη με χαρές, άλλες μεγάλες και άλλες μικρές.