Σαν παιδί, είχα στραβισμό και η όρασή μου ήταν θολή, κάτι το οποίο με ανάγκαζε να φορώ γυαλιά από τότε που ήμουν επτά χρονών. Με σκοπό να μην χειροτερέψει η μυωπία που είχα, είχα αυστηρούς περιορισμούς για το πότε διάβαζα και πόσο – δεν διάβαζα το βράδυ και όποτε διάβαζα στο τραπέζι έπρεπε να υπάρχει δυνατό φως και να κάθομαι σωστά. Έπρεπε να μειωθεί ο χρόνος που έβλεπα τηλεόραση ή ταινίες, μαζί και με άλλα χόμπι που κουράζουν τα μάτια, όπως είναι η ζωγραφική, η ραπτική και άλλες χειρονακτικές εργασίες.
Παρακολουθούσα τα άλλα παιδιά που ήταν ξαπλωμένα στον καναπέ και διάβαζαν χαρούμενα κάποιο βιβλίο ή έβλεπαν καρτούν για ώρες ατελείωτες και αναρωτιόμουν γιατί εγώ να είμαι τόσο διαφορετική, ενώ όλοι οι άλλοι απολάμβαναν τη χρήση των οπτικών τους δυνατοτήτων χωρίς καν δεύτερη σκέψη.
Μαζί με την απομόνωση που ένοιωθα, ήμουν αναγκασμένη να πηγαίνω κάθε βδομάδα στον οφθαλμίατρο για εξέταση και θεραπεία από τότε που ήμουν οκτώ μέχρι που έγινα δεκαοκτώ, ενώ κάθε φορά που η μυωπία μου χειροτέρευε έπρεπε να παίρνω καινούργια γυαλιά – κάτι το οποίο συνέβαινε τακτικά. Μια και έπρεπε να κάνω ό,τι μπορούσα για να μη χειροτερεύει η όρασή μου, έπρεπε να έχω καλές συνήθειες όσον αφορά το διάβασμα και τον τρόπο που καθόμουν, ενώ όταν η μυωπία μου χειροτέρευε αυτό επέφερε και άγχος και νέους περιορισμούς. Δυσανασχετούσα με το γεγονός ότι η ζωή μου εξαρτιόταν απ’ τις αντιξοότητες που προερχόταν απ’ τις εναλλαγές της μυωπίας μου, κάτι που είχε φανερή επίδραση μέσα μου και που φαινόταν να επιδεινώνεται όπως και να ‘χει παρ’ όλες μου τις προσπάθειες να προστατεύσω την όρασή μου.
Όταν η φυσική μου ανάπτυξη σταθεροποιήθηκε, σταθεροποιήθηκε και η μυωπία μου. Δεν χρειαζόταν να πηγαίνω κάθε βδομάδα στον οφθαλμίατρο για θεραπεία, αν και έπρεπε να πάω αρκετές φορές για εξέταση μέσα σε μια χρονιά. Όμως όταν αναλογίζομαι τις δυσκολίες που αντιμετώπισα εγώ και οι γονείς μου με τα μάτια μου, είδα ότι ο διαξιφισμός μου με την αβεβαιότητα και τον πόνο αυτής της πίκρας με δίδαξε να είμαι ευγνώμων για τέτοιες έμφυτες και βασικές σωματικές λειτουργίες όπως είναι η όραση. Κάθε φορά που η εξέταση έδειχνε ότι η όρασή μου είχε παραμείνει σταθερή, αυτό με γέμιζε με χαρά και ευγνωμοσύνη. Καθώς τα μάτια μου σταθεροποιούνταν και εγώ μπορούσα να διαβάσω και να ζωγραφίσω έστω και λίγο, ένοιωθα τόσο υπέροχα κάθε φορά που χαλάρωναν οι περιορισμοί στις δραστηριότητές μου. Τα αδύναμα μάτια μου, έχουν φέρει άγχος και στεναχώριες στη ζωή μου, κάτι που οι άλλοι δεν έχουν αντιμετωπίσει, όμως είναι μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη που απομυζούν χαρά από τις εμπειρίες που οι άλλοι παίρνουν σαν δεδομένες.