Ο σύζυγός μου κι εγώ περάσαμε έναν χρόνο σε μια μικρή πόλη της Τανζανίας. Όταν εννοώ «μικρή πόλη», εννοώ μια πόλη με δύο σηματοδότες, χωρίς σουπερμάρκετ, χωρίς εστιατόρια και ένα μοναδικό διώροφο κτίριο, χωρίς κάποιο μέρος για διασκέδαση! Ζήσαμε σε ένα απλοϊκό σπίτι με βασικές υποδομές και λίγα έπιπλα.
Η μετακόμισή μας στην Τανζανία παροτρύνθηκε από μια ευκαιρία να συμμετάσχουμε σε μια αναδυόμενη ανθρωπιστική προσπάθεια να βελτιώσουμε τις ζωές ανάπηρων ανθρώπων βοηθώντας τους να αποκτήσουν κινητικότητα, να νοιώσουν ανεξάρτητοι και να μπορούν να έχουν κάποιο εισόδημα. Δύο χρόνια πριν την μετακίνησή μας εκεί, παντρευτήκαμε, αποκτήσαμε ένα παιδί και για πολλούς μήνες συγκεντρώναμε χρήματα για να κάνουμε πραγματικότητα το εγχείρημά μας ή τουλάχιστον να προσπαθήσουμε.
Το πρώτο βράδυ στη νέα μας «πόλη», κόπηκε το ρεύμα. Αυτό είναι κάτι πολύ συχνό στην αγροτική Αφρική και μπορεί να διαρκέσει από μερικά λεπτά μέχρι και αρκετές μέρες. Εκείνη τη φορά διήρκησε μερικές ώρες και ήταν μια εισαγωγή στο γεγονός ότι τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί σύμφωνα με το πρόγραμμά μας. Όσο και να προσπαθούσαμε δεν επρόκειτο να έχουμε μεγάλη επιτυχία ενάντια στην καθημερινή πραγματικότητα.
Έτσι για πρώτη φορά στα χρονικά μας, ελαττώσαμε τους ρυθμούς στη ζωή μας. Προσαρμοστήκαμε σε νέους ρυθμούς, πηγαίνοντας με τα πόδια στην αγορά, απλώνοντας τα ρούχα για να στεγνώσουν και χρησιμοποιώντας πάνινες πάνες. Προσαρμοστήκαμε στο να μην έχουμε καθόλου Ίντερνετ, ούτε τηλεόραση ούτε ταινίες, δεν υπήρχε «επείγουσα» ηλεκτρονική αλληλογραφία, ούτε αυτοκίνητο για να πάμε κάπου βιαστικά, αν έπρεπε. Η ζωή μας εκεί δεν είχε κατεπείγουσες καταστάσεις. Ακόμα και αν νοιώθαμε ότι αντιμετωπίζαμε κάτι επείγον, δεν υπήρχε τρόπος να πάμε πιο γρήγορα απ’ τον ρυθμό που θα ακολουθούσε.
Στην αρχή όλα ήταν πάρα πολύ εκνευριστικά! Το κάθε βήμα προόδου γίνονταν τόσο αργά! Και στο τέλος, όσο και να ήθελα να αλλάξω τον τρόπο που γίνονταν το καθετί στην πόλη μας, αυτό που άλλαξε ήταν μόνο εγώ. Η ζωή μου πήγαινε τόσο σιγά ώστε άρχισα να απολαμβάνω τον καταγάλανο ουρανό και το κόκκινο χώμα που κάλυπτε όλη την έκταση γύρω μας. Άρχισα να κάνω φιλίες με τους απλούς και χαρούμενους χωρικούς. Δεν μου έλειπαν ούτε οι ταινίες ούτε το Ίντερνετ πια. Έμαθα να απολαμβάνω το απλό φαγητό και τα ρούχα και έναν τρόπο ζωής χωρίς ακαταστασία.
Η μεγαλύτερη αλλαγή που μας πρόσφερε εκείνη η χρονιά ήταν η σχέση μας σαν παντρεμένο ζευγάρι. Αφού δεν υπήρχε λόγος να βιαζόμαστε και η ζωή μας κυλούσε τόσο αργά, αρχίσαμε να γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον περισσότερο. Συχνά τα βράδια, δεν είχαμε τίποτα άλλο να κάνουμε από το να έχουμε ποιοτικό χρόνο μεταξύ μας. Καθόμασταν στο σκοτάδι (επειδή τα κουνούπια θα πλημμύριζαν το δωμάτιό μας αν υπήρχε κάποιο φως) και ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον για τα όνειρά του, τις ελπίδες του, τις επιθυμίες του και τους φόβους του. Χωρίς τον πονοκέφαλο της σύγχρονης ζωής, η σχέση μας σαν φίλοι και σύζυγοι, καθώς και ακόλουθοι του Χριστού, γινόταν όλο και πιο δυνατή.
Πίσω στις ΗΠΑ, έχουμε πολλούς λόγους να βιαζόμαστε και συχνά αντιμετωπίζουμε επείγουσες καταστάσεις. Έχουμε τις ευκολίες μας – σουπερμάρκετ, εστιατόρια, το Ίντερνετ, δρόμους με άσφαλτο και όλων των ειδών τα φάρμακα – και τον αγώνα της επιβίωσης – χωρίς χρόνο για ηρεμία και μια ζωή που κινείται τόσο γρήγορα ώστε να δυσκολεύεσαι να συνδεθείς με τους άλλους.
Συχνά σκέπτομαι και νοσταλγώ τη χρονιά μου στην Τανζανία. Όλες εκείνες τις αναμνήσεις γεμάτες γαλήνη, επικοινωνία και απλές απολαύσεις. Μέχρι και σήμερα, λόγω εκείνης της εμπειρίας μας εκεί, προσπαθώ να ζω μια πιο απλοϊκή ζωή.
Πολλοί από εμάς τείνουμε να αγχωνόμαστε στο ξεκίνημα κάθε νέας χρονιάς με το να κάνουμε σχέδια ώστε να γίνουμε πιο καλοί σε κάτι, να κάνουμε περισσότερα ή να αποκτήσουμε περισσότερα – περισσότερα πράγματα, περισσότερη βιασύνη, περισσότερες δαπάνες, περισσότερο εισόδημα. Όμως η καρδιά μου και η ψυχή μου ευδαιμονεί μέσα από μια καλύτερη σχέση, περισσότερη ηρεμία και περισσότερη χαρά.
Η προσευχή μου, καθώς αρχίζει η νέα χρονιά, είναι να βρίσκω το κουράγιο να ελαττώνω τη βιασύνη και τη συσσώρευση πραγμάτων – να δίνω στην ψυχή μου τον χρόνο να επικοινωνώ με τον Θεό και τους άλλους, να ξεκουράζω και να επαναφορτίζω το σώμα μου και να επιτρέπω στον νου μου να ωριμάζει και να γεμίζει χαρά.