Άκουσα μια όμορφη ιστορία όπως την αφηγήθηκε η Δανή ευαγγελίστρια Κόρι τεν Μπουμ. Είπε για μια επίσκεψή της σε μια φυλακή κάπου βαθιά στην Αφρικάνικη ζούγκλα. Η ατμόσφαιρα στην φυλακή ήταν σκοτεινή και καταπιεστική και οι περισσότεροι έγκλειστοι δεν είχαν ούτε σκεπή πάνω απ’ τα κεφάλια τους και έπρεπε να παραμένουν έξω στον περίγυρο τον περισσότερο καιρό, όλοι μαζί σαν μια μάζα ξεπεσμένης ανθρωπότητας. Ήταν περιφραγμένοι από συρματοπλέγματα και ένοπλους, νευρικούς φύλακες που ήταν έτοιμοι να τραβήξουν τη σκανδάλη με το παραμικρό.

Εκεί, σε εκείνο τον θλιβερό λάκκο της απόγνωσης, αυτοί οι άνδρες έπρεπε να υποφέρουν για τα κακουργήματά τους. Μερικές φορές ήταν εντελώς απροστάτευτοι κάτω από τον καυτό ήλιο, ενώ άλλες φορές τους μαστίγωνε η ατελείωτη βροχή που έκανε τα ισχνά κοκαλιάρικα σώματά τους να τρέμουν από το κρύο.

Η Κόρι τεν Μπουμ ήταν ευαγγελίστρια και την ημέρα της επίσκεψής της έβρεχε καταρρακτωδώς. Όλο το μέρος είχε μετατραπεί σε μια τεράστια λίμνη λάσπης, γεμάτη από ανθρώπους που υπέφεραν και τα πρόσωπά τους ήταν η προσωποποίηση της δυστυχίας. Εδώ, η λέξη ελπίδα είχε χάσει το νόημά της. Το να μιλάς σ’ αυτούς τους ανθρώπους για την καλοσύνη του Θεού έδειχνε κοροϊδία. Πώς μπορούσε να πει σ’ αυτούς τους ανθρώπους ότι ο Θεός ήταν καλός και ότι ήταν πάντα καλός;

Οι δυνάμεις του σκότους είναι πανούργες, πολύ έξυπνες στην σατανικότητά τους και εξαιρετικά καλές στο να καλλιεργούν το κακό. Με σκοπό να πείσουν τις χαμένες ψυχές ότι ο Θεός είναι ένα ψέμα και το μόνο που υπάρχει είναι κόλαση πάνω στη γη και στο μετέπειτα, το σκοτάδι αναζητά τρόπους να βυθίσει τους ανθρώπους μέσα σε τόση πολλή καταπίεση και σκοτεινή αδιαπέραστη κατήφεια, ώστε η κάθε αίσθηση σωστού και λάθους να γίνεται ανούσια. Το μόνο που απομένει είναι μια ανελέητη πάλη για αυτοσυντήρηση, όπου καμία πράξη εγωισμού δεν αποφεύγεται.

Αυτή είναι η δύναμη του κακού μέσα στην ώρα του σκότους.

Η Κόρι η ίδια είχε φυλακιστεί όταν ήταν νέα και είχε εγκλειστεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ, επειδή η οικογένειά της πήρε τη γενναία απόφαση να αποκρύψει Εβραίους απ’ τους Ναζί που είχαν καταλάβει την Ολλανδία. Έτσι θυμήθηκε αυτά που είχε υποστεί αυτή η ίδια και τους αγώνες της με τον πειρασμό να ενδώσει στο ψέμα ότι ο Θεός την είχε ξεχάσει.

Όμως Αυτός δεν την είχε ξεχάσει.

Το γεγονός και μόνον ότι είχε προσχωρήσει στη μάχη να διαφωτίσει τον κόσμο αυτό με το φως του Ευαγγελίου, ήταν μια ξεκάθαρη μαρτυρία. Όμως πώς μπορούσε να πείσει αυτούς τους λασπωμένους, ανέλπιδους ανθρώπους που την κοιτούσαν με απλανές βλέμμα, για την υπέροχη πιστότητα του Θεού;

Αυτό που χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι είναι χαρά.

Αυτό της ήλθε σαν μια επιφοίτηση έμπνευσης. Αυτός ο χώρος χρειαζόταν χαρά. Αληθινή χαρά, το είδος που βγαίνει μέσα απ’ την ψυχή. Υπερφυσική χαρά. Όχι τη χαρά αυτού του παροδικού κόσμου, αλλά τη χαρά που κτίζει μια γέφυρα προς την αιωνιότητα.

Και έτσι προσευχήθηκε. Ήταν μια απλή προσευχή, αλλά γεμάτη πίστη. «Κύριε, δώσε μου αρκετή χαρά ώστε να μεταδοθεί και σ’ αυτούς τους φυλακισμένους εδώ. Το σκοτάδι που υφίσταται εδώ, μου είναι τόσο αποπνικτικό, όμως Εσύ έχεις υπερνικήσει τον κόσμο».

Άρχισε να τους μιλά.

Και απ’ το πουθενά, η καρδιά της πλημμύρισε από χαρά, όπως ακριβώς είχε προσευχηθεί, με αποτέλεσμα αυτή η χαρά να αγγίξει και όλους εκείνους τους άνδρες που ήταν βουτηγμένοι μέσα στη λάσπη. Πρώτα σ’ έναν, μετά σ’ έναν άλλον, μέχρι που η χαρά μεταδόθηκε σε όλους τους έγκλειστους. Η ελπίδα έπεσε σαν βροχή πάνω σ’ αυτούς τους μίζερους άνδρες, οι οποίοι για πρώτη φορά κατάλαβαν γιατί ο Ιησούς είχε έλθει σ’ αυτή τη γη και πριν καν περάσει λίγη ώρα, όλος αυτός ο καταρρακωμένος τόπος είχε μεταμορφωθεί. Όχι με τα σοφά λόγια κάποιου ατόμου ή τα ευφυή γνωμικά ενός επιδέξιου ομιλητή. Τίποτα απ’ όλα αυτά, επειδή είχε αναλάβει το Άγιο Πνεύμα και είχε εξαλείψει το σκοτάδι που υπήρχε εκεί.

Όταν είχε τελειώσει την ομιλία της και ετοιμάστηκε να φύγει, οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες περπατούσαν από την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος, θέλοντας να την αποχαιρετήσουν γεμάτοι ευγνωμοσύνη. Εκείνη την ημέρα, δεν έπεσε ούτε μια σφαίρα και κανένας φυλακισμένος δεν δραπέτευσε. «Έλα ξανά, αγαπητή κυρία», φώναζαν όλοι τους. «Πες μας και άλλα για τον Βασιλιά των ουρανών».

Κατ’ αυτό τον τρόπο αντιμαχόμαστε το σκοτάδι. Όχι με τη δική μας δύναμη, ούτε με το να το αναλύουμε, ούτε με το να ανακαλύπτουμε τρόπους να το αποφύγουμε ή να το κοροϊδέψουμε. Αλλά με το να αφήνουμε το φως να εισέλθει μέσα μας και να επιτρέπουμε στον Θεό να κάνει αυτό που κάνει καλύτερα Αυτός, που είναι να κοπανάει το σκοτάδι με το ραβδί της αγάπης Του. Έτσι κι αλλιώς αυτό εννοούσε Αυτός, όταν είπε «Γεννηθείτω το φως» και εγένετο το φως.

Μπορείς να έχεις κι εσύ το φως της χαράς, με το να προσκαλέσεις τον Υιό του Θεού, τον Ιησού, στη ζωή σου:

Αγαπημένε μου Ιησού, πιστεύω πως Εσύ πέθανες για εμένα και ότι με αγαπάς. Γνωρίζω ότι χρειάζομαι την παρουσία Σου στη ζωή μου και σου ανοίγω την καρδιά μου, ζητώντας από Εσένα να έλθεις μέσα μου. Συγχώρεσέ με για τις αμαρτίες μου. Σ’ ευχαριστώ για το δώρο σου για αιώνια ζωή. Βοήθησέ με να Σ’ αγαπώ και να μοιράζομαι την αγάπη Σου, το φως Σου και την αλήθεια Σου με τους άλλους. Αμήν.