Γεννήθηκα το 1955, δέκα χρόνια μόνο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ενώ οι αντιξοότητες του πολέμου ήταν ακόμα νωπές στο μυαλό των ανθρώπων. Ο Παππούς συνήθιζε να λέει σε μας τα παιδιά για την υπερβολική πείνα και την εξάντληση εκείνων των ημερών και τον αγώνα να παραμείνεις ζωντανός τους παγωμένους μήνες του χειμώνα.
Η πόλη μας ήταν στην καρδιά του βιομηχανικού κέντρου της χώρας μας και τα πάντα ήταν καλυμμένα με ένα φαινομενικά μόνιμο στρώμα από γκρι-καφετί σκόνη απ’ τα χαλυβουργεία. Την άνοιξη, το γρασίδι και τα πράσινα βλαστάρια γίνονταν γρήγορα καφετιά, το ίδιο και το φρέσκο χιόνι του χειμώνα, ξεθωριάζοντας την όψη του λευκού πέπλου μετά από μια μέρα μόνο.
Την πρώτη Κυριακή του Δεκεμβρίου, η οικογένειά μας πάντα μαζευόταν γύρω απ’ το τραπέζι στη μικροσκοπική κουζίνα στο διαμέρισμά μας. Η μητέρα μου, η αδελφή μου η Πέτρα και εγώ ανάβαμε ένα κερί και τραγουδούσαμε ύμνους για τον ερχομό των Χριστουγέννων και οι σκέψεις μας ταξίδευαν μακριά, μακριά από την σκονισμένη πόλη προς τους τρείς μάγους που ταξίδευαν πάνω σε καμήλες. Κάθε βδομάδα ανάβαμε ένα νέο κερί και ειρήνη και χαρά γέμιζε τις καρδιές μας καθώς η ιστορία της φάτνης που πρόσμενε τη γέννηση του Σωτήρα μας ζωντάνευε όλο και πιο πολύ.
Μετά ερχόταν το πολυαναμενόμενο γεγονός με τα Χριστουγεννιάτικα κουλουράκια — κάτι το εξαιρετικό πράγματι, αφού το βούτυρο, οι ξηροί καρποί και τα αυγά ήταν ελάχιστα, και η σοκολάτα ήταν μια σπάνια απόλαυση. Ενώ η νόστιμη μυρωδιά απ’ τα φρεσκοψημένα κουλουράκια γέμιζε το χώρο, εμείς αποθηκεύαμε προσεκτικά κάθε φουρνιά σε μεγάλα μεταλλικά κουτιά.
Το πρωινό των Χριστουγέννων, πηγαίναμε να δούμε το στολισμένο δένδρο, που είχαν ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ οι γονείς μας. Μπαίναμε όλοι στο σαλόνι ενώ ο πατέρας μας άναβε ένα-ένα τα κεράκια με ένα μεγάλο σπίρτο.
Τι χαρά που είχαμε όταν βρίσκαμε τις κάλτσες γεμάτες με σπιτικά κουλουράκια, ξηρούς καρπούς, σοκολάτες, πορτοκάλια και μήλα και ρουχαλάκια πλεγμένα για τις κούκλες μας. Υπήρχαν επίσης κηρομπογιές και μπλοκ ιχνογραφίας, γάντια, σκουφιά και κασκόλ.
Εκείνες ήταν μέρες με απλές χαρές και με χειροποίητα παιχνίδια. Οι αναμνήσεις αυτές μου χρησιμεύουν σαν μια υπενθύμιση να αναζητώ τις αληθινές αξίες, την ανθρώπινη επαφή και τα πράγματα που διαρκούν — ειδικά στις γρήγορα εξελισσόμενες μέρες που ζούμε σήμερα, που είναι γεμάτες με τεχνολογικά ευρήματα και δραστηριότητες της οθόνης. Είναι επίσης μια υπενθύμιση να κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά στις ανάγκες των άλλων, να αγαπώ και να μοιράζομαι. Αυτό είναι που κάνει αυτή την εποχή αληθινά αξέχαστη, αφήνοντας την όμορφη σφραγίδα της στις μνήμες των παιδιών μας και εκείνων που συναντάμε.