Από τη φύση τους, τα παιδιά έχουν δίψα για μάθηση. Καθ’ όν χρόνο εκπληρώνονται οι βασικές τους ανάγκες, η δίψα τους για νέα πληροφόρηση και εμπειρίες είναι απεριόριστη. Αν είναι ευτυχισμένα και έχουν ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουν και μπορούν να τα κάνουν με ασφάλεια στο μέρος που πρέπει, τότε ακόμα καλύτερα.
Η νευροεπιστήμη μας αναφέρει πως το 90% της διανοητικής ανάπτυξης ενός παιδιού λαμβάνει χώρα με αστραπιαία ταχύτητα ανάμεσα στη γέννηση και την ηλικία των πέντε. Τα παιδιά απομυζούν πληροφορίες και αναπτύσσουν ικανότητες απ’ όσα ακούν και βλέπουν τους άλλους να κάνουν και επίσης απ’ αυτά που δοκιμάζουν και μαθαίνουν από μόνα τους. Η κάθε εικόνα, μυρωδιά, ήχος και αίσθηση έχουν ένα αντίκτυπο. Πολύ πριν εισέλθουν στην αίθουσα διδασκαλίας, οι νευρώνες τους δομούν δίκτυα, η γνώση τους εκρήγνυται, οι γλωσσικές τους ικανότητες αναπτύσσονται και προετοιμάζουν τα θεμέλια για μια ζωή γεμάτη μάθηση.
Όμως για πολλούς από εμάς αυτός ο χείμαρρος μάθησης μετατρέπεται σε ένα σιγανό ρυάκι που με τον καιρό στερεύει όλο και περισσότερο. Το άγχος και οι ευθύνες συννεφιάζουν τον νου μας και τόσο η ανάπτυξη όσο και η μάθηση παραμερίζονται, δίνοντας τη θέση τους σε πράγματα που φαίνονται πιο σημαντικά – ή με άλλα λόγια, πιο επείγοντα.
Ήταν ο Γκάντι που είχε πει, «Μάθαινε λες και πρόκειται να ζήσεις παντοτινά». Αν και ο καιρός μας εδώ στη γη είναι περιορισμένος, δεν εννοείτο να πάψουμε να αναπτυσσόμαστε και να μαθαίνουμε. Μέρος της ανακάλυψης και της διατήρησης της ευτυχίας είναι να παραμένουμε ανοικτοί σε νέα πράγματα καθώς περνά ο χρόνος, αν και αυτό δεν είναι πάντα εύκολο να γίνει.
Μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές στη ζωή έχουν να κάνουν με τη μάθηση κάτι καινούργιου, ανεξάρτητα από το πόσο απλό μπορεί να είναι αυτό.