Πριν αρκετά χρόνια, όταν ο σύζυγός μου κι εγώ κάναμε Χριστιανική αποστολική εργασία στη βόρεια Βραζιλία, μας ζητήθηκε να πάμε στο Μπουένος Άιρες για να συμμετέχουμε σ’ ένα νέο πρόγραμμα για να βοηθήσουμε τους νέους εκεί.
Εκείνο τον καιρό είχαμε τρία παιδιά και εγώ ήμουν έγκυος με το τέταρτο. Ο σύζυγός μου είναι απ’ την Αργεντινή και ελπίζαμε να καταφέρουμε να φθάσουμε εκεί εγκαίρως, ώστε να κάνουμε Χριστούγεννα με τον ηλικιωμένο πατέρα του. Έτσι λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, ξεκινήσαμε να κάνουμε το ταξίδι των 7.000 χιλιομέτρων οδικώς. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που φθάσαμε στα σύνορα.
Ανήμποροι να πάρουμε το αυτοκινούμενο τροχόσπιτό μας στην Αργεντινή λόγω γραφειοκρατικών περιπλοκών, αποφασίσαμε να το αφήσουμε στη Βραζιλία μέχρι να μπορέσουμε να τακτοποιήσουμε τις εκκρεμότητες. Κάποιος μας πήρε απ’ τα σύνορα και μας άφησε σε μια στάση για φορτηγά στην πόλη Κονκόρντια, απ’ όπου σχεδιάζαμε να πάρουμε το λεωφορείο μέχρι το τέλος του ταξιδιού μας. Το πρώτο λεωφορείο που ήρθε ήταν γεμάτο και όταν ρωτήσαμε πότε έρχεται το επόμενο λεωφορείο, μας είπαν ότι θα ερχόταν την επόμενη μέρα.
Μείναμε σύξυλοι. Νοιώσαμε όπως η Μαρία και ο Ιωσήφ στη Βηθλεέμ. Ο Δεκέμβριος είναι αρκετά κρύος στη βόρεια Αργεντινή, όμως μέσα στο εστιατόριο ήταν ζεστά. Ο σερβιτόρος, που ήταν μόνος του, μας είπε ότι μπορούσαμε να μείνουμε εκεί όσο θέλαμε. Τότε κάναμε μια ένθερμη προσευχή.
Η προσευχή αυτή, απαντήθηκε μετά από λίγα λεπτά, όταν έφθασαν αρκετά αυτοκίνητα και τα 30 άτομα που βγήκαν από μέσα τους, γέμισαν το τεράστιο τραπέζι στο κέντρο του εστιατορίου. Αποδείχθηκε ότι ήταν οι ιδιοκτήτες του καταστήματος μαζί με φίλους και συγγενείς και μας προσκάλεσαν να γιορτάσουμε μαζί τους, κάνοντας Χριστούγεννα κι απολαμβάνοντας ένα νοστιμότατο Χριστουγεννιάτικο δείπνο. Πριν το καταλάβουμε ήταν μεσάνυχτα, και όλοι μας ανταλλάξαμε αγκαλιές και θερμές Χριστουγεννιάτικες ευχές, καθώς ακούγονταν κάλαντα απ’ τα ηχεία του καταστήματος.
Νοιώσαμε τόση στοργή και φροντίδα. Εδώ ήμασταν σε μια έρημη στάση για φορτηγά στη μέση του πουθενά, κρυώναμε και πεινούσαμε, όμως ο Θεός δεν μας ξέχασε. Έστειλε τους Χριστουγεννιάτικους αγγέλους Του – πρώτα τον σερβιτόρο και μετά τους ιδιοκτήτες και τις οικογένειές τους – να μας φέρουν χαρά και να γιορτάσουν μαζί μας.
Στις 12:20 μετά τα μεσάνυχτα, δύο οδηγοί λεωφορείων σταμάτησαν στο εστιατόριο για να πιούν καφέ. Επέστρεφαν στο Μπουένος Άιρες με ένα άδειο τουριστικό λεωφορείο και προσφέρθηκαν να μας πάρουν χωρίς να πληρώσουμε εισιτήριο. Στη διαδρομή μπορέσαμε να κοιμηθούμε μέσα στο λεωφορείο και φθάσαμε στον ποταμό Λα Πλάτα καθώς ο ήλιος γλυκοχάραζε νωρίς το πρωί.
Τα πράγματα δεν πήγαν όπως είχαμε σχεδιάσει, όμως ποτέ μας δεν ξεχάσαμε τα Χριστούγεννα εκείνα.