Ξύπνησα στη μέση της νύχτας από έναν ασυνήθιστο θόρυβο. Κοίταξα γύρω στο δωμάτιο. Η σύζυγός μου συνέχιζε να κοιμάται και όλα έδειχνα να είναι εντάξει.
Όμως καθώς με έπαιρνε ξανά ο ύπνος, τον άκουσα ξανά.
«Χαχαχα…Χαχα».
Προσεκτικά, για να μη ξυπνήσω τη γυναίκα μου, σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και κοίταξα τον μικρό Μάρτιν που βρισκόταν στην κούνια του. Αν και κοιμόταν, χαμογελούσε.
«Μπουάχαχα». Ακούστηκε ένα ξεφωνητό χαράς από τα χειλάκια του. Τη φορά αυτή ξύπνησε και τη γυναίκα μου επίσης.
«Τι συμβαίνει;» με ρώτησε αυτή τρίβοντας τα μάτια της.
«Δεν ξέρω, όμως ο Μάρτιν φαίνεται να περνάει καλά».
Όμως ο Μάρτιν, σχεδόν ποτέ του δεν περνούσε καλά! Από τη μέρα που είχε γεννηθεί, δεν ήταν και τόσο καλά και συνεχώς υπέφερε.
Αυτός και ο δίδυμος αδελφός του είχαν γεννηθεί πρόωρα, στους επτά μήνες. Ο αδελφός του ήταν υγιής, όμως ο Μάρτιν είχε πρόβλημα με την καρδιά του.
Ο Μάρτιν σε ηλικία μόνο έξη εβδομάδων, έπρεπε να εγχειριστεί. Όταν τελείωσε η εγχείρηση, ο γιατρός χαμογελώντας ήρθε και μας είπε, «Όλα πήγαν καλά. Ο πιτσιρικάς σας είναι παλικάρι».
Όμως δεν πήγαν όλα καλά. Ενώ ο αδελφός του μεγάλωνε κάθε μέρα και πιο δυνατός, ο Μάρτιν εξασθενούσε όλο και περισσότερο, μέχρι που έγινε τόσο αδύναμος, που το παραμικρό ρεύμα αέρα στο δωμάτιο, τον αρρώσταινε. Το κρύωμα αυτό μετατρεπόταν σε πνευμονία και στη συνέχεια καταλήγαμε πίσω στο νοσοκομείο με τα σωληνάκια, τους γιατρούς και το στρες.
Όταν ο Μάρτιν με κοιτούσε με τα μεγάλα του, σοβαρά ματάκια, διαισθανόμουν τη μοναδική του τρυφερότητα. Όμως ήταν ευτυχισμένος; Όχι, γιατί αυτή η λέξη δεν θα ήταν η σωστή για να τον περιγράψει. Σχεδόν ποτέ του δεν χαμογελούσε, όμως είχε άδικο; Πώς παρηγορείς ένα μωρό, που δεν καταλαβαίνει γιατί υποφέρει ή ότι η ζωή του θα μπορούσε να είναι διαφορετική;
Σαν γονείς του, προσευχόμασταν ένθερμα γι’ αυτόν καθημερινά. Θεέ μου, σε παρακαλώ, κάνε τον καλά. Θεράπευσέ τον.
Ένα βράδυ, μια βδομάδα πριν τα πρώτα του γενέθλια, η γυναίκα μου προσευχήθηκε μια διαφορετική προσευχή. Τα συνεχή ταξίδια στο νοσοκομείο, ο πόνος που υπέφερε ο μικρός Μάρτιν και ο αδιάκοπος φόβος που νοιώθαμε, δεν υποφερόταν άλλο πια.
«Θεέ μου», είπε αυτή καθώς είχε γονατίσει δίπλα στην κούνια του και προσευχόταν, «Δίνω τον Μάρτιν στα δικά Σου χέρια. Αν θέλεις να τον πάρεις κοντά Σου, θα το αποδεχθώ. Όμως ό,τι και να συμβεί, μην τον αφήνεις να υποφέρει άλλο πια».
Εκείνη ήταν η νύχτα που ο Μάρτιν γελούσε.
Κάποια στιγμή, γέλασε πολύ δυνατά, με τα χεράκια του υψωμένα, γεμάτος ενθουσιασμό. Για μια ώρα σχεδόν, χαχάνιζε και κρυφογελούσε, καθώς τον παρακολουθούσαμε με δάκρυα στα μάτια μας.
Την επόμενη μέρα, καθώς θήλαζε, ξαφνικά χλώμιασε. «Κάτι δεν πάει καλά!» φώναξε η γυναίκα μου και έτρεξα κοντά της και ίσα-ίσα πρόλαβα να δω τις τελευταίες στιγμές ζωής του Μάρτιν σε αυτό τον κόσμο.
Η γυναίκα μου κι εγώ αλληλοκοιταχτήκαμε. Αν και νοιώσαμε μεγάλη στεναχώρια, συγχρόνως μια αύρα ειρήνης υπήρχε παντού τριγύρω μας στο δωμάτιο.
Γνωρίζαμε ότι ο Μάρτιν είχε επιστρέψει στην Επουράνια κατοικία του.