Μεγάλωσα στην Κομμουνιστική Ρουμανία, όπου η θρησκεία ήταν απαγορευμένη από το κράτος, έτσι ώστε «το να γιορτάσεις τα Χριστούγεννα» δεν ήταν εύκολο.
«Μη χρησιμοποιείς τη λέξη ‘Χριστούγεννα’ στο σχολείο ή με ανθρώπους που δεν γνωρίζεις», θυμάμαι να μου λένε, όταν άρχισα να πηγαίνω σχολείο. Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούσαμε στο σπίτι επειδή μερικά από τα μέλη της εκτεταμένης οικογένειάς μου ήταν αρκετά ηλικιωμένα ώστε να έχουν μεγαλώσει πριν την απαγόρευση και κρατούσαν την παράδοση μυστικά. Για όλους τους άλλους, το δέντρο αποκαλούνταν «το δένδρο της Νέας Χρονιάς». Τα Χριστούγεννα ήταν «η γιορτή του Χειμώνα». Αν τα παιδιά ελάμβαναν δώρα, δεν έπρεπε να αναφέρεται η λέξη Χριστούγεννα.
Ήμουν λίγων χρονών μόνο όταν πήραμε το πρώτο μας δένδρο. Είχε πραγματικά κεριά πάνω στα κλαδιά και κάθε μέρα η ανταμοιβή μου ήταν να ανάβω τα κεράκια για λίγα λεπτά, αν είχα δείξει καλή συμπεριφορά.
Λίγα χρόνια αργότερα, θυμάμαι που κοιτούσα την μοναδική Ορθόδοξη εικόνα στο σπίτι μας μέσα από τα κλαδιά του Χριστουγεννιάτικου δένδρου και αναρωτιόμουν αν υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στα δύο. Ποιος ήταν σε εκείνη την εικόνα; Γιατί να έχουμε την εικόνα κάποιου τον οποίο δεν γνωρίζουμε;
Επίσης θυμάμαι τα πρώτα Χριστούγεννα που γιόρτασα στην επαρχία με τα άλλα μέλη της οικογένειάς μου. Οι άνθρωποι εκεί ήταν κάπως πιο ελεύθεροι και τους ακούγαμε να τραγουδάνε Χριστουγεννιάτικους ύμνους για τα πρώτα Χριστούγεννα. Ήταν τόσο όμορφα, όμως δεν είχε κάποιο νόημα για μένα. Μόνο μετά την κατάρρευση της Κομμουνιστικής κυβέρνησης είχα την ευκαιρία να μάθω για τα Χριστούγεννα και τις άλλες αλήθειες από την Βίβλο.
Όταν έγινα μητέρα, το διαμέρισμά μας πλημμύριζε με Χριστουγεννιάτικη μουσική και η κάθε γωνιά ήταν στολισμένη και το πρόσωπό μου ήταν συχνά δακρυσμένο. Ήμουν ευτυχισμένη, ναι, όμως η καρδιά μου ήταν ραγισμένη από τη σκέψη ότι ο Θεός έδινε τον μοναδικό Του Γιο για να σώσει εμάς. Δεν άντεχα στη σκέψη του να δώσω εγώ, τον ίδιο μου τον γιο, τον Εμμάνουελ για κάποιον άλλον. Ίσως να μπορούσα να δώσω τη δική μου ζωή για κάποιον άλλον, ποτέ όμως του γιου μου!
Η σκέψη του Θεού να δίνει τον μοναδικό Του Γιο, γνωρίζοντας το τι πρόκειται να Του συμβεί, ήταν δυσβάστακτη. Ήμουν χαρούμενη και ευγνώμων για αυτό που επέλεξε να κάνει ο Θεός, ταυτοχρόνως όμως ράγιζε την καρδιά μου. Η χαρά ήταν εκεί – η παντοτινή χαρά των Χριστουγέννων – το ίδιο όμως και η αντίληψη του μεγέθους της θυσίας που έκανε ο Θεός για εμάς.
Κάθε Χριστούγεννα συνεχίζω να δακρύζω λίγο όταν θυμάμαι τον πόνο παρ’ όλη τη χαρά που νοιώθουμε, όμως η χαρά αυτή ξεπερνά την λύπηση. Και έτσι θα πρέπει να είναι. Ήταν ένα τίμημα το οποίο ο Θεός ήταν πρόθυμος να πληρώσει από την αγάπη Του για εμάς!