Τα ευαγγέλια γράφτηκαν από πιστούς εκείνης της εποχής, μερικές δεκαετίες μετά τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού. Χάρη στις εξιστορήσεις τους για την ιστορία του Ιησού, τη ζωή Του, τα λόγια Του, τις πράξεις Του και την υπόσχεσή Του για σωτηρία, έχουν διατηρηθεί και έχουν αναπαραχθεί επανειλημμένα ανά τους αιώνες. Δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, συνεχίζουμε να διαβάζουμε και να μελετάμε τα ίδια ευαγγέλια όπως έκαναν και οι πρώτοι αναγνώστες.
Οι ιστορικοί χρονολογούν τη συγγραφή των τριών πρώτων ευαγγελίων — Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά — μεταξύ 45 και 69 μ.Χ., και του τελευταίου, του Ιωάννη, περίπου το 90 μ.Χ. Αν και κανένας δεν γνωρίζει στα σίγουρα, το Ευαγγέλιο του Μάρκου γενικά θεωρείται ότι είναι το πρώτο καταγεγραμμένο ευαγγέλιο, με του Ματθαίου και του Λουκά να γράφτηκαν αργότερα, και το Ευαγγέλιο του Ιωάννη να γράφτηκε δεκαετίες μετά τα άλλα τρία.
Το κεντρικό θέμα των συγγραφέων του ευαγγελίου δεν ήταν να παρέχουν μια λεπτομερή περιγραφή της ζωής του Ιησού. Αντί να παρουσιάζουν τις πράξεις του Ιησού λεπτομερώς, συχνά αυτές συνοψίζονται σε φράσεις όπως «Αυτός τους θεράπευσε όλους» (Λουκάς 4:40) ή «Ταξίδεψε σε όλες τις πόλεις και τα χωριά διδάσκοντας και κηρύττοντας» (Μάρκος 1:38– 39). Ο Ιωάννης στο τέλος του ευαγγελίου του έγραψε ότι υπήρχαν πολλά άλλα πράγματα που έκανε ο Ιησούς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο ευαγγέλιό του (Ιωάννης 20:30–31).
Οι συγγραφείς των ευαγγελίων περιέγραψαν μόνον εκείνα τα μέρη της ζωής του Ιησού που θεώρησαν ότι θα ενημέρωναν καλύτερα τους αναγνώστες για το ποιος ήταν ο Ιησούς, τι κήρυττε και τι σήμαιναν όλα αυτά όσον αφορά τον θάνατο και την ανάστασή Του και τη δική μας σωτηρία. Ο κύριος σκοπός ήταν να κοινοποιήσουν τα καλά νέα, να προσκαλέσουν άλλους να πιστέψουν στον Ιησού και να παράσχουν ένα μέσο διδασκαλίας στους νεοκατηχούμενους για Αυτόν και το μήνυμα που κήρυξε, ώστε να μπορούν κι αυτοί με τη σειρά τους να το μοιραστούν και με άλλους.
Πριν από τη συγγραφή των ευαγγελίων, μεγάλο μέρος του περιεχομένου που περιέχεται σε αυτά, κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα. Προφανώς υπήρχαν επίσης κάποιες γραπτές αφηγήσεις για πράγματα που είπε και έκανε ο Ιησούς, όπως αποδεικνύεται από όσα έγραψε ο Λουκάς στην αρχή του ευαγγελίου του:
«Πολλοί ανέλαβαν να συντάξουν έναν απολογισμό των πραγμάτων που έχουν εκπληρωθεί ανάμεσά μας, όπως ακριβώς μας τα παρέδωσαν εκείνοι που ήταν οι πρώτοι αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες του λόγου. Ως εκ τούτου, μια κι εγώ ο ίδιος ερεύνησα το καθετί προσεκτικά από την αρχή, μου φάνηκε επίσης καλό να γράψω μια προσεκτική αφήγηση για σένα, εξαιρετικέ Θεόφιλε, για να γνωρίσεις τη βεβαιότητα των πραγμάτων που διδάχτηκες» (Λουκάς 1: 1–4).
Έγινε σημαντικό ώστε οι πληροφορίες για τον Ιησού και τις διδασκαλίες Του να τεθούν σε γραπτή μορφή εκείνη την εποχή και αυτό για δύο λόγους: Ο ένας ήταν επειδή το ευαγγέλιο είχε διαδοθεί σε μεγάλο μέρος της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της εποχής. Αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν πλέον δυνατό για τους αποστόλους και τους άλλους πρώτους πιστούς να ταξιδέψουν στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της αυτοκρατορίας για να μοιραστούν προσωπικά όσα είχαν μάθει κοντά στον Ιησού. Ο άλλος λόγος ήταν ότι οι αρχικοί αυτόπτες μάρτυρες γερνούσαν και κάποιοι από αυτούς είχαν αποβιώσει. Η ιστορία του Ιησού, η ζωή Του και οι διδασκαλίες Του έπρεπε να καταγραφούν για να διατηρηθούν και να μοιραστούν πέρα από τις δυνατότητες των ανθρώπων που την παρέδιδαν προφορικά.
Μέσα στο πρώτο μισό του δεύτερου αιώνα, ίσως μέσα σε μια δεκαετία ή δύο από τη συγγραφή του ευαγγελίου του Ιωάννη, τα τέσσερα ευαγγέλια άρχισαν να κυκλοφορούν μαζί. Κατά την ίδια περίοδο, υπήρχε επίσης μια άλλη συλλογή γραπτών που κυκλοφορούσαν μεταξύ των εκκλησιών — οι επιστολές του Παύλου. Με τον καιρό, οι Πράξεις έγιναν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των ευαγγελίων και των επιστολών του Παύλου, οι οποίες όταν τελικά συνδυάστηκαν με τις άλλες επιστολές, αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη.