Όταν η μικρή μου κορούλα ήταν ακόμα νήπιο, κάθε βράδυ την έβαζα να κοιμηθεί στο δικό της κρεβατάκι. Μερικές φορές αυτό ήταν εύκολο και όταν ήταν κουρασμένη την έπαιρνε ο ύπνος σε λίγα λεπτά. Μερικές φορές όμως ήταν ένας αγώνας επίδειξης του πείσματός της ενάντια στο δικό μου. Στο τέλος όμως, πάντα την έπαιρνε ο ύπνος. (Νικούσε η Μαμά!)
Κοιμόταν για αρκετή ώρα, ώστε να πάω κι εγώ να πέσω για ύπνο. Κατόπιν και αυτό γινόταν πάντα, το κοριτσάκι μου ξύπναγε και έπαιρνε την απόφαση να έλθει να κοιμηθεί στο κρεβάτι της μαμάς και του μπαμπά.
Θα σηκωνόταν απ’ το κρεβατάκι της, θα έπαιρνε ό,τι είχε που θεωρούσε σημαντικό και μετά θα ερχόταν στο δικό μας κρεβάτι. Ξυπνούσε έναν απ’ τους δύο μας με ένα σιγανό κλαψούρισμα, «θα ‘μοιθώ στο ‘βάτι σας» μας έλεγε. Πάντα της λέγαμε ναι και μετά την βοηθούσαμε να βάλει σε τάξη ό,τι είχε φέρει μαζί της. Πρώτα θα μας έδινε όλα τα πραγματάκια της – κυπελλάκι, μαξιλαράκι, κουβερτούλα, κούκλα, λούτρινο ζωάκι, κτλ. Μόλις ένοιωθε ότι αυτή ήταν ο επικεφαλής καταληψίας του κρεβατιού, την έπαιρνε ο ύπνος, συνήθως με το προσωπάκι της να αγγίζει ένα από τα δικά μας και αυτό γινόταν κάθε βράδυ για χρόνια.
Αυτό το γλυκό τελετουργικό ήταν για μένα μια καθημερινή απεικόνιση της αγάπης του Θεού. Έβλεπα τον εαυτό μου σαν ένα μικρό παιδί, αβοήθητο και ανήξερο, προσπαθώντας να μεταφέρει όσα νόμιζε ότι ήταν σημαντικά στην αγκαλιά του Θεού και ο Θεός να είναι τόσο στοργικός απέναντί μου και το μόνο που ήθελε, ήταν να με παρηγορήσει και να με κρατήσει στη δική Του αγκαλιά. Ποτέ Του δεν ένοιωθε ενόχληση μαζί μου, όπως ακριβώς κι εμείς δεν ενοχλούμασταν ποτέ απ’ τον νυχτερινό μας εισβολέα.
Συνεχίζω να αρέσκομαι να θυμάμαι τη γλυκύτητα εκείνων των στιγμών που η κόρη μου ερχόταν να κοιμηθεί δίπλα μου και ο τρόπος που ο Θεός ψιθύριζε ότι με αγαπά. Μου έδειχνε πως, όπως ακριβώς η μικρή μου κορούλα δεν δίσταζε να εισβάλει στον χώρο μας και να μας γνωστοποιήσει τις ανάγκες της, χωρίς κανένα ίχνος φόβου απόρριψης, έτσι κι εγώ, μπορώ να κάνω το ίδιο με Αυτόν.