Μια επανάληψη της ιστορίας στη Βασιλέων Α’ 17:8-16
«Μήπως έχεις να μου δώσεις κάτι να φάω και κάτι να πιώ;» ρώτησε ο κακόμοιρος ξένος. «Πεινάω πάρα πολύ και είμαι εξουθενωμένος απ’ το ταξίδι μου. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω».
Έκανε την καρδιά μου να πονέσει, επειδή εγώ η ίδια πεινούσα πάρα πολύ. Τα Σαρεπτά, η πόλη που ζούσα, υπέφερε από την πείνα όπως και όλη η γύρω περιοχή. Εγώ η ίδια ήμουν πολύ εξουθενωμένη και κουρασμένη και χρειαζόμουν κάποιον να με σώσει πριν πεθάνω από την πείνα.
Εδώ δεν είχα σχεδόν τίποτα κι αυτός μου ζητούσε να του δώσω αυτό το λίγο που είχα. Και αν ήμουν μόνη μου, θα μπορούσα να του δώσω την τελευταία μου μπουκιά χωρίς δεύτερη σκέψη. Είχα δώσει στον Θεό αρκετούς λόγους που ίσως ήταν η αιτία για όσα μου συνέβαιναν τώρα. Όμως τι έφταιγε το μικρό μου αγοράκι, το οποίο λάτρευα τόσο πολύ;
«Έλα. … δεν μπορώ να σ’ αφήσω έτσι», του απάντησα διστακτικά. «Όμως, δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω. Μου έχει μείνει λίγο αλεύρι και λίγο λάδι μόνο για να ετοιμάσω ένα μικρό καρβέλι ψωμί για το γιο μου και τον εαυτό μου πριν πεθάνουμε και οι δυο μας. Μαζεύαμε ξυλαράκια για να ανάψω τη φωτιά, όταν ήλθες».
Ήταν ένα όμορφο παιδί, όμως τώρα είχε αδυνατίσει, επειδή το φαγητό τους ήταν ελάχιστο για αρκετές εβδομάδες. Τα χείλη του σχημάτισαν ένα χαμόγελο. Πάντα χαμογελούσε. «Μαμά, μάζεψα κι εγώ λίγα ξυλαράκια. Ο άνεμος τα έριξε τη νύχτα. Θα ανάψουμε μια καλή φωτιά».
Ο άνδρας κοίταξε κατάματα το μικρό παιδί. «Σίγουρα, ο Κύριος με οδήγησε εδώ», είπε.
Κοίταξα το αγοράκι μου καθώς ο αέρας ανακάτευε τα καστανά σγουρά μαλλάκια του. Τα ματάκια του είχαν καρφωθεί επάνω μου, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά καθώς προσβλέπουν στη μητέρα τους με προσδοκία και εμπιστοσύνη.
«Μην φοβάσαι», είπε ο άνδρας. «Ετοίμασε λίγο ψωμί για εμένα πρώτα και μετά ετοίμασε για σένα και τον γιο σου. Επειδή αυτό λέει ο Κύριος ο Θεός, ‘Το πιθάρι με το αλεύρι δεν θα αδειάσει ούτε το κιούπι με το λάδι θα ελαττωθεί, μέχρι την ημέρα κατά την οποία ο Κύριος θα δώσει βροχή επάνω στο πρόσωπο της γης».
Έτσι πήγα στο ράφι και πήρα το κιούπι με το λάδι. Ήταν σχεδόν άδειο και πολύ ελαφρύ. Γιατί το έκανα αυτό για έναν ξένο και περαστικό; Δεν είχε νόημα.
«Άναψε τη φωτιά αγόρι μου και εγώ θα ζυμώσω το ψωμί».
Πήρα όσο αλεύρι είχε μείνει στο πιθάρι. Κι αυτό είχε σχεδόν τελειώσει. Καθώς ζύμωνα το ζυμάρι, κάτι παράξενο συνέβη. Τα χέρια μου πήραν ενέργεια και τα πόδια μου ένοιωσαν ξεκούραστα καθώς πήγα το ψωμί στον φούρνο να το ψήσω. Κάτι διαφορετικό συνέβαινε με αυτό το ψωμί.
Προσπάθησα να αγνοήσω την πείνα μου καθώς το δωμάτιο άρχισε να μυρίζει φρεσκοψημένο ψωμί και απέφυγα το βλέμμα του γιου μου που με παρατηρούσε.
Ο άνδρας πήρε το ψωμί που του προσέφερα. Το ύψωσε και προσευχήθηκε στον Θεό, «Κύριε, ευλόγησε αυτό το φαγητό που Εσύ το προμήθευσες και επίσης ευλόγησε τα χέρια που το ετοίμασαν». Γύρισε προς το μέρος μου και χαμογέλασε. «Τώρα ζύμωσε για τον εαυτό σου και τον γιο σου».
«Ναι, αλλά μόλις χρησιμοποίησα το τελευταίο…» κι εκεί δίστασα. Τα μάτια του μου έλεγαν να κάνω αυτό που μου είπε.
«Παιδί μου, φέρε μου το αλεύρι και το λάδι».
Τα μάτια του αγοριού είχαν μείνει άναυδα, καθώς μου έδωσε το αλεύρι. Το πιθάρι ήταν πιο βαρύ απ’ ό,τι ήταν πριν. Κατόπιν μου έδωσε το μικρό κιούπι με το λάδι και καθώς το έκανε, το λάδι πιτσίλισε στα χέρια μας. Οι καρδιές μας, όπως και το κιούπι με το λάδι, ήταν γεμάτες και ξεχείλιζαν από χαρά.
Και ο Θεός κράτησε τον λόγο Του. Αυτό το λίγο αλεύρι και οι λίγες σταγόνες λάδι, ήταν αρκετά να μας κρατήσουν ζωντανούς και τους τρεις μας, για τρία χρόνια σχεδόν, μέχρι που πέρασε η πείνα.