Μεγάλωσα σε μια περιοχή κοντά σε λίμνες, ποτάμια και ρυάκια, όταν όμως έγινα δεκαέξι μετακόμισα στην πόλη Ατλάντικ του Νιου Τζέρσεϊ και είδα τον ωκεανό για πρώτη φορά. Το πρώτο βράδυ εκεί, πήγα για βόλτα στην παραλία και περπατούσα πάνω σε μια ξύλινη αποβάθρα. Όταν είδα τα μεγάλα κύματα να σκάνε κάτω απ’ τα πόδια μου, πιάστηκα απ’ τα ξύλινα κάγκελα, τρομοκρατημένη. Από τότε νοιώθω πάντα μια επιφυλακτική αγάπη για τον ωκεανό. Ποτέ μου δεν ήμουν καλή στο κολύμπι, όμως μου αρέσει να ατενίζω τον ωκεανό, η αίσθηση της άμμου κάτω απ’ τα δάκτυλα των ποδιών μου και ακόμα και η αίσθηση της έλλειψης βάρους όταν με σηκώνει το κύμα και με σπρώχνει – καθ’ όν χρόνο πιάνομαι από κάτι που επιπλέει.
Έτσι λοιπόν, όταν περάσαμε ένα καλοκαίρι κοντά σε μια παραλία και οι δύο μου έφηβοι άρχισαν να ασχολούνται με τις ιστιοσανίδες, μπορούσα να καταλάβω πως ένοιωθαν. Χαιρόμουν να τους βλέπω προσδεμένους με σχοινάκι απ’ τις ιστιοσανίδες τους ενώ βρίσκονταν δεκάδες μέτρα μακριά μέσα στη θάλασσα, περιμένοντας για το τέλειο κύμα. Όμως με το πέρασμα του χρόνου γίνονταν όλο και πιο τολμηροί, επιμένοντας πως το τέλειο κύμα το ανακάλυπτες μόνο στα βαθειά νερά. Καθόμουν στην παραλία παρακολουθώντας αυτές τις μικρές κουκίδες που ήταν οι γιοι μου στη μέση του γαλάζιου ωκεανού προσπαθώντας να ελέγχω την ανησυχία μου.
Η ανησυχία φαίνεται να είναι ένα αναγκαίο κομμάτι στη ζωή των γονιών. Είναι ένα σημάδι αγάπης και φροντίδας. Είναι επίσης και μια προειδοποίηση για να προσευχηθείς. Νομίζω πως η ανησυχία είναι στην ουσία κάτι το καλό, όταν μας κάνει να διοχετεύουμε τις αρνητικές και αγχωτικές μας σκέψεις σε προσευχή, κάτι που μπορεί να βοηθήσει να επέλθει ένα θετικό αποτέλεσμα σε εκείνη την κατάσταση.
Είναι ευθύνη μας να εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας και να τα καθοδηγούμε στη σωστή κατεύθυνση, όμως σε κάποια στιγμή πρέπει να κάνουμε στην άκρη και να εμπιστευθούμε τον Θεό να τα φυλάξει από κάποιο σοβαρό ατύχημα. Καθώς μεγαλώνουν, πρέπει να μπορούν να μαθαίνουν μέσα από ένα ολοένα και περισσότερο διευρυμένο εύρος εμπειριών. Πρέπει να μάθουν να είναι υπεύθυνα για τους εαυτούς τους και πρέπει να μάθουν να προσεύχονται από μόνα τους όταν βρίσκονται «στα βαθειά νερά».
Όμως, τους δίνει και μία αίσθηση ασφάλειας, όταν γνωρίζουν ότι οι γονείς τους είναι κάπου εκεί κοντά «στην παραλία», ενώ τα προσέχουν και προσεύχονται και βρίσκονται σε εγρήγορση – όπως εκείνη τη φορά που ένα απ’ τα αγόρια μου πανικοβλήθηκε, καθώς ένα κύμα τον έπιασε απροετοίμαστο και τον αναποδογύρισε, ενώ το σχοινάκι που ήταν δεμένος με την ιστιοσανίδα του βγήκε απ’ το πόδι του. Νόμισε πως θα πνιγόταν, όμως θυμήθηκε πως εγώ βρισκόμουν εκεί στην παραλία και προσευχόμουν γι’ αυτόν και επικαλέστηκε και αυτός ο ίδιος τον Θεό. Γνώριζε πως όλα θα πήγαιναν καλά, και πήγαν καλά.
Όταν τα παιδιά μου μεγαλώσουν και μετακομίσουν, νομίζω ότι είναι σημαντικό να γνωρίζουν ότι η μητέρα τους προσεύχεται γι’ αυτά. Τους υπενθυμίζει να στρέφονται και αυτά προς τον Θεό στις δύσκολες στιγμές. Δεν μπορώ να είμαι δίπλα τους πάντα για να τα στηρίξω, Αυτός όμως μπορεί. Δεν μπορώ να εκπληρώσω όλες τους τις ανάγκες ή να επιλύσω όλα τους τα προβλήματα, Αυτός όμως μπορεί να τα στηρίξει όταν αυτά εξασκήσουν την πίστη τους και προσευχηθούν.
Ένας γνωστός φίλος, μου είπε μια φορά την ιστορία, όταν αυτός και μερικοί φίλοι τους είχαν πάει στη θάλασσα μαζί με τα παιδιά τους και μια απ’ τις κοπέλες παρασύρθηκε από ένα δυνατό κύμα προς τα βαθειά. Καθώς συνέβαινε αυτό, ο πατέρας της γρήγορα αντιλήφθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και βούτηξε στη θάλασσα, κολυμπώντας προς το μέρος της για να πάει να την σώσει. Το ρεύμα ήταν δυνατότερο απ’ ό,τι περίμενε και έκανε κάποια ώρα για να την προσεγγίσει. Όταν την πλησίασε, η κόρη του λίγο είχε λείψει να πνιγεί.
Προσπάθησε να την φέρει πίσω, αντιλήφθηκε όμως πως δεν είχε τις δυνάμεις και δεν θα τα κατάφερνε. Προσευχήθηκε απεγνωσμένα στον Θεό και ο Κύριος του είπε να σταματήσει να αγωνιά και να αγγίξει κάτω με το πόδι του και όταν το έκανε άγγιξε την κορυφή από έναν αμμώδη ύφαλο και έτσι κατάφερε να σταθεί εκεί, κρατώντας την κόρη του με το ένα χέρι και πλατσουρίζοντας τη θάλασσα με το άλλο, μέχρι που ήρθε η ακτοφυλακή και τους πήρε.
Όταν επέστρεψαν ασφαλείς στην παραλία, ένας απ’ τους διασώστες τον ρώτησε «Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πως μπόρεσες να κρατηθείς εκεί στα βαθιά για τόση ώρα, κρατώντας την κοπέλα και κολυμπώντας συγχρόνως». Ο φίλος μου του είπε για τον αμμώδη ύφαλο που μπόρεσε και ακουμπούσε τα πόδια του τεντωμένα. «Δεν ξέρω για τι μιλάς», του αποκρίθηκε ο διασώστης. «Γνωρίζουμε την περιοχή εκείνη πολύ καλά και εκεί που βρισκόσουν το νερό είναι αρκετά μέτρα βαθύ και δεν υπάρχει κανένας αμμώδης ύφαλος».
Ακόμα και μέσα στη βαθιά θάλασσα, ο Θεός θα μας δώσει κάτι να πατήσουμε τα πόδια μας, ακόμα αν θα πρέπει να δημιουργήσει κάτι απ’ το τίποτα εις απάντηση των ειλικρινών μας προσευχών.