Ο Λουκ, ένας νεαρός φοιτητής που ζει στη βιομηχανική περιοχή μιας μεγάλης πόλης στις ακτές της Δυτικής Αφρικής, ατένιζε απελπισμένα έξω απ’ το ραγισμένο τζάμι του δωματίου που ζούσε. Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε που είχε δει για τελευταία φορά τους ηλικιωμένους γονείς του, οι οποίοι ζούσαν σε μια πόλη μακριά και ήλπιζε να πάει να τους δει τα Χριστούγεννα που πλησίαζαν.
Όμως όπως πάντα, το πρόβλημά του ήταν το ίδιο: Τα χρήματα. Λόγω της οικονομικής ύφεσης, οι δουλειές που έβρισκε ήταν μόνο μερικής απασχόλησης και τα λιγοστά χρήματα που έπαιρνε, ίσα-ίσα του έφταναν για τα προς το ζην, πόσο μάλλον να πληρώσει τα ακριβά εισιτήρια του λεωφορείου που αυξάνονταν πάρα πολύ τις μέρες των γιορτών.
Έτσι λοιπόν, κάθισε και κρατώντας το κεφάλι του με τα χέρια, σκεφτόταν τι μπορούσε να κάνει.
Το ίδιο απόγευμα, ρώτησε έναν καλό του φίλο αν θα μπορούσε να τον βοηθήσει με το εισιτήριο του λεωφορείου. Δυστυχώς, ο φίλος του είχε κι αυτός οικονομικές δυσκολίες και δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. «Όμως», του είπε, «αν είσαι πεπεισμένος ότι ο Θεός θέλει να επισκεφτείς τους γονείς σου, Αυτός θα σε βοηθήσει να πας τους δεις. Η Βίβλος μας λέει ότι ‘με τον Θεό τίποτα δεν είναι αδύνατο’. 1 Αν και οι δύο μας έχουμε έλλειψη χρημάτων, ο Θεός δεν έχει τέτοιο πρόβλημα. Γνωρίζω ότι θα σε βοηθήσει να πας να δεις τους γονείς σου και μπορείς να Τον δοκιμάσεις αύριο με το να κάνεις το πρώτο βήμα».
«Όμως δεν έχω δικό μου αυτοκίνητο», αποκρίθηκε ο Λουκ.
«Έχεις τα δύο σου πόδια», του απάντησε ο φίλος του.
«Και τι να κάνω, να πάω με τα πόδια τόσο μακριά!»
«Το γνωρίζω αυτό, όπως το γνωρίζει και ο Θεός. Όμως τη στιγμή αυτή έχεις δύο επιλογές: Είτε επιλέγεις να μείνεις σπίτι αύριο και μάλλον δεν θα συμβεί τίποτα ή επιλέγεις να αρχίσεις το ταξίδι σου και να προσευχηθείς ότι κάτι θα συμβεί. Αν κάνεις το πρώτο βήμα και προσπαθήσεις, ο Θεός θα κάνει τα υπόλοιπα».
Την επόμενη μέρα, ο Λουκ ξεκίνησε με ένα σακίδιο στην πλάτη, όπου είχε βάλει ένα μεγάλο πακέτο με ευαγγελικά φυλλάδια και τα προσέφερε σε όποιον συναντούσε – περαστικούς, ανθρώπους που είχαν βγει να κάνουν Χριστουγεννιάτικα ψώνια, πλανόδιους πωλητές και ζητιάνους στο πεζοδρόμιο.
Όταν έφθασε στον σταθμό των λεωφορείων, μοίραζε τα φυλλάδια σε όλους εκείνους που ανυπομονούσαν να εισέλθουν στα γεμάτα με κόσμο λεωφορεία. Τα λεωφορεία ήταν τόσο γεμάτα που και χρήματα να είχε, δεν θα μπορούσε να βρει θέση. Άρχισε πάλι να νοιώθει αποθάρρυνση, όπως την προηγούμενη μέρα, όμως την έδιωξε από το μυαλό του και συνέχισε στο δρόμο του με κατεύθυνση την πόλη των γονιών του.
Καθώς είχε φθάσει σε ένα σταυροδρόμι και περίμενε να περάσει απέναντι, τον ξάφνιασε η κόρνα ενός αυτοκινήτου που πλησίαζε από πίσω του. Γύρισε να δει και ήταν ένα ασημί τζιπ το οποίο είχε παρκάρει λίγο πίσω του.
«Καλημέρα», του είπε ο οδηγός, κατεβάζοντας το παράθυρό του. «Σε είχα δει κοντά στον σταθμό των λεωφορείων, καθώς έβαζα καύσιμα στο αυτοκίνητό μου. Κατάλαβα απ’ το σακίδιο που κουβαλάς, ότι θα ταξίδευες, όμως δεν ανέβηκες σε κανένα λεωφορείο. Όταν σε ξαναείδα τώρα, αποφάσισα να σταματήσω. Προς τα πού πηγαίνεις;»
Ο Λουκ του εξήγησε πως ήθελε να πάει να δει τους γονείς του στην πόλη που έμεναν και κάπως συνεσταλμένα του είπε επίσης, ότι δεν είχε αρκετά χρήματα να πληρώσει το εισιτήριο του λεωφορείου.
«Μα εκεί κατοικεί και η δική μου οικογένεια!» του είπε ο οδηγός. «Και τη στιγμή αυτή πηγαίνω εκεί, να γιορτάσω μαζί τους τα Χριστούγεννα. Μπορείς να έλθεις μαζί μου αν θες».
Έτσι λοιπόν, ο Λουκ βρήκε το μεταφορικό μέσο που χρειαζόταν και καθώς έμπαινε να καθίσει στο κάθισμα του συνοδηγού, θυμήθηκε τα λόγια από ένα τραγούδι που είχε ακούσει κάποτε:
Γνωρίζω ότι ο Κύριος θα μου δείξει το δρόμο.
Αν εγώ Τον εμπιστευτώ και ποτέ δεν αμφιβάλλω.
Σίγουρα Αυτός θα κάνει να πάνε όλα καλά.
Γνωρίζω ότι ο Κύριος θα μου δείξει το δρόμο.
Όταν άκουσα έναν πάστορα να μας λέει αυτή την ιστορία για το θαυματουργό ταξίδι του Λουκ εκείνα τα Χριστούγεννα, κατάλαβα ότι ο Κύριος το ίδιο θα έκανε και για μένα, αν εγώ έκανα γεμάτος πίστη το πρώτο βήμα στο μονοπάτι του δικού Του θελήματος.
- Λουκά 1:37 ↑