Ήταν το 1996 και η μικρή μας οικογένεια μόλις είχε μετακομίσει από τη σιγουριά της Ιταλίας σε ένα μεγάλο διαμέρισμα στα περίχωρα της Rijeka στην Κροατία, μιας Κροατίας η οποία συνέχιζε να υποφέρει από την αστάθεια της μεταπολεμικής εποχής.
Όλοι οι γείτονές μας είχαν περάσει τραυματικές εμπειρίες σαν αποτέλεσμα των τραγικών συγκρούσεων οι οποίες είχαν τερματιστεί πρόσφατα και όλοι τους – ένα μείγμα από πρόσφυγες, χήρες και ηλικιωμένους συγγενείς που φρόντιζαν για τα παιδιά των οποίων οι γονείς είτε είχαν πεθάνει ή είχαν ξενιτευτεί για να βρουν δουλειά.
Ο Ιβάν ζούσε έναν όροφο κάτω από τον δικό μας. Είχε καλυμμένο το ένα του μάτι, δεν άκουγε καλά και υπέφερε από εξαιρετικά δυνατούς πονοκεφάλους επειδή ένα θραύσμα οβίδας είχε σφηνωθεί κοντά στον εγκέφαλό του, το οποίο οι γιατροί δεν μπορούσαν να αφαιρέσουν.
Ο Ιβάν είχε μια σύζυγο και δύο κόρες, όμως του ήταν δύσκολο να προσαρμοστεί στην οικογενειακή ζωή. Δεν ήταν πια ο δυνατός άνδρας στις φωτογραφίες στο σαλόνι, παρά ένας απόμαχος στρατιώτης που υπέφερε από διαταραχή μετατραυματικού άγχους (PTSD) και περνούσε τον περισσότερο καιρό του είτε φροντίζοντας τα παιδιά του ή κοιτώντας με ένα απλανές βλέμμα προς τον ορίζοντα.
Ο μικρότερος γιός μου, ο Τζεφ, που ήταν πέντε χρονών εκείνο τον καιρό, έδειχνε να φοβάται κάπως τον γείτονά μας – και δεν ήμουν σίγουρη αν και εγώ η ίδια δεν τον φοβόμουν λιγάκι επίσης. Αντιλήφθηκα πως ποτέ μου δεν του είχα μιλήσει, μια και οι γνώσεις μου στα Κροατικά ήταν λιγοστές εκείνο τον καιρό και ίσως επειδή δεν ήξερα πώς να αντιμετωπίσω κάποιον που υπέφερε τόσο πολύ.
Μια μέρα εξήγησα στον Τζεφ για τον γείτονά μας και το τι περνούσε και τον λόγο που είχε καλυμμένο το ένα του μάτι. Του έμαθα πώς να λέει «Μολιμ ζα βας», που στα Κροατικά σημαίνει «προσεύχομαι για σένα» και του πρότεινα να του το πει την επόμενη φορά που θα τον συναντούσαμε.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που συναντήσαμε τον Ιβάν και όταν αυτός ο αγριωπός άνθρωπος γονάτιζε για να ακούσει ένα πεντάχρονο παιδάκι να του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Κατόπιν σηκώθηκε και είδα τα δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του καθώς ψιθύριζε «Σε ευχαριστώ».
Από τότε, ο Ιβάν και ο Τζεφ έγιναν καλοί φίλοι και συχνά τον επισκεπτόμαστε για να του τραγουδήσουμε, να του διαβάσουμε από τον Λόγο του Θεού και να του κάνουμε συντροφιά.
Ο Ιβάν δεν έζησε για πολύ. Είχε πολλά προβλήματα υγείας και υπέφερε από απογοήτευση, όμως στα κατοπινά του χρόνια βρήκε θαλπωρή και ανακούφιση στον Ιησού.
Ο Τζεφ μεγάλωσε, έγινε και ο ίδιος πατέρας, όμως πάντα θυμάμαι με στοργή την ημέρα που ο Θεός χρησιμοποίησε το μικρό μου αγόρι για να αντικαταστήσει τον φόβο με την αγάπη.