Ήταν Δευτέρα πρωί και δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα, αφότου είχα πιάσει δουλειά, όταν κοίταξα την ηλεκτρονική αλληλογραφία μου. Η λέξη «Λυπηρό» ήταν ο τίτλος στην αρχή ενός προσωπικού μηνύματος το οποίο άνοιξα γεμάτη περιέργεια. Η λέξη «Λυπηρό» δεν μπορεί να περιγράψει το τι ανέφερε το μήνυμα αυτό όταν το διάβασα. Έμαθα ότι ο φίλος μας ο Ρόη είχε πεθάνει την προηγούμενη μέρα. Έκανε ποδηλασία με τη γυναίκα του το απόγευμα της Κυριακής όταν τον κτύπησε ένα φορτηγάκι και τον εγκατέλειψε. Το γεγονός αυτό δεν μπορούσα να το βγάλω απ’ τον νου μου και λειτουργούσα μέσα σε μια ομίχλη όλη μέρα.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, αφού ο σύζυγός μου ο Ντέιβιντ και εγώ είχαμε δειπνήσει, τα λέγαμε μεταξύ μας. «Νομίζω πως ο Ρόη δεν ένοιωθε άσχημα για τίποτα», του είπα, και τα λόγια μας ήταν λίγα, λόγω του ενδιάμεσου συλλογισμού και σιωπής. «Έζησε μια ζωή γεμάτη με σκοπό και πάθος». Για πολλά χρόνια, πηγαίναμε στην ίδια εκκλησία με τον Ρόη και την οικογένειά του πριν μετακομίσουν σε μια άλλη μικρή πόλη. Τα τελευταία χρόνια, τους είχαμε δει λίγες φορές, όμως πάντα τα λέγαμε μεταξύ μας τις φορές εκείνες που συναντιόμαστε.
Η εκκλησία που πήγαινε ο Ρόη χωρούσε τριακόσια άτομα, όμως εκείνη την Πέμπτη το απόγευμα, συγκεντρώθηκαν πάνω από χίλια άτομα για να τιμήσουν τη ζωή του Ρόη. Ο Ντέιβιντ κι εγώ καθίσαμε έξω απ’ την εκκλησία, μαζί με εκατοντάδες άλλους, και βλέπαμε την τελετή πάνω σε μια μεγάλη οθόνη. Οι τρεις γιοι του, οι δύο έφηβοι και ο τρίτος γύρω στα είκοσι, αναφέρθηκαν σε έναν στοργικό, πρόσχαρο και αποφασιστικό πατέρα, καθώς διάβαζαν τα αποχαιρετιστήρια γράμματα που του είχαν γράψει. Ο πιο στενός του φίλος αναφέρθηκε στον Ρόη ως ένα άτομο που δεν είχε επιφανειακές σχέσεις. «Αν είχες μιλήσει με τον Ρόη, έστω και για πέντε λεπτά, τον θεωρούσες σαν τον καλύτερό σου φίλο», είπε και όλοι οι παρευρισκόμενοι εκεί επιβεβαίωσαν τα λόγια του.
Στην οθόνη, προβάλλονταν συλλυπητήρια σημειώματα, από την επιχείρηση που εργαζόταν, από πάστορες διαφόρων εκκλησιών και από φίλους του στην τοπική κοινότητα και όλα τα μηνύματα αυτά, ζωγράφιζαν την πλήρη εικόνα ενός σκληρά εργαζόμενου, χαρούμενου και αυθεντικού ανθρώπου – του οποίου ο χαρακτήρας ισορροπούσε ανάμεσα σε ταπεινότητα και δυναμισμό, απλοϊκότητα και σοφία, αλήθεια και αγάπη. Με μια ακατανόητη ικανότητα να προσφέρει, καθοδηγούσε άτομα και ομάδες, εμπνέοντάς τους με το όραμά του. Είτε επρόκειτο για μια πρωτοβουλία της εκκλησίας ή στο να βοηθήσει την ομάδα χόκεϋ του γιου του να τα πάει καλά ή για να συγκεντρώσουν χρήματα και να στείλουν τα παιδιά στην κατασκήνωση, πάντα είχε τον τρόπο του να πείθει ότι όλα είναι δυνατά.
Η χήρα του Ρόη παρευρίσκονταν εκεί και στο τέλος χαιρέτησε τους εκατοντάδες παρευρισκόμενους, που είχαν έλθει να την συλλυπηθούν. «Βοήθησε πάρα πολύ τον σύζυγό μου, όταν δεν είχε δουλειά και θα έπρεπε να πάρει αποφάσεις για το μέλλον του», της είπα με κάπως τρεμάμενη φωνή. Ήταν τόσο ενθαρρυντικός – και όταν τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για εμάς – ο Ρόη μας βοήθησε με ένα πολύ καθοριστικό τρόπο».
Μαζί με το εκτυπωμένο πρόγραμμα, ήταν τυπωμένα και τα λόγια απ’ το Τιμόθεο Β’ 4:6-7: «Εσύ ανέλαβε, ο καιρός τής αναχώρησής μου έφτασε. Τον αγώνα τον καλό αγωνίστηκα, τον δρόμο τελείωσα, την πίστη διατήρησα. Το μόνο που απέμεινε τώρα είναι ο έπαινος απ’ τον Κύριο!» 1. Στο κήρυγμά του, ο πάστορας έκανε παραλληλισμούς ανάμεσα στον αγώνα του αποστόλου Παύλου μέχρι το τέλος και εκείνον του Ρόη. «Ο Ρόη έζησε χωρίς τύψεις για τίποτα», είπε, αντηχώντας χωρίς αμφιβολία αυτό που σκεπτόμασταν οι περισσότεροι από εμάς καθώς πηγαίναμε στη κηδεία. Πιστεύω πως όλοι μας νοιώσαμε την ανάγκη να προσπαθήσουμε από δω και στο εξής – με κάποιο τρόπο να καλύψουμε το κενό που άφησε ο Ρόη. Να εντείνουμε την προσπάθεια του στο να τρέχουμε τον αγώνα της ζωής πιο δυναμικά, πιο ολοκληρωμένα και με περισσότερο κίνητρο.
Καθώς έκαναν ποδήλατο εκείνη την Κυριακή το απόγευμα, ο Ρόη με τη γυναίκα του πέρασαν έξω από κάποιο σπίτι που σχεδόν είχαν αγοράσει, όταν μετακόμισαν σε εκείνη τη μικρή πόλη. Πηγαίνοντας μπροστά η γυναίκα του, πήγε να γυρίσει το κεφάλι της για να τον ρωτήσει, «Μήπως νομίζεις ότι θα έπρεπε να είχαμε αγοράσει αυτό το σπίτι;»
Μερικά λεπτά αργότερα, άκουσε τη σύγκρουση και γυρνώντας είδε τον σύζυγό της να πετάγεται στον αέρα καθώς το φορτηγάκι έφευγε με ταχύτητα. Όταν πήγε κοντά του, είδε ότι ψυχορραγούσε. Όμως τη στιγμή εκείνη, απολάμβαναν τη λιακάδα μιας όμορφης μέρας. «Όχι, μου αρέσει το σπίτι μας», της απάντησε αυτός, λέγοντας τις τελευταίες του λέξεις, «Δεν μετανιώνω που δεν το αγοράσαμε».
- Τιμόθεο Β’ 4:6-7 ↑