Υπήρχε κάποτε ένας άνθρωπος που δεν πίστευε στον Θεό και δεν δίσταζε να λέει στους άλλους πως ένοιωθε για τη θρησκεία και τις θρησκευτικές γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα. Η γυναίκα του όμως πίστευε, και μεγάλωσε τα παιδιά της διδάσκοντάς τα να πιστεύουν στον Θεό και τον Ιησού, παρά τα υποτιμητικά σχόλια του συζύγου της.
Μια χιονισμένη Παραμονή Χριστουγέννων, η γυναίκα του θα πήγαινε με τα παιδιά τους στη λειτουργία της Παραμονής των Χριστουγέννων στην επαρχία που ζούσαν. Του ζήτησε να έρθει κι αυτός, αυτός όμως αρνήθηκε.
“Η ιστορία αυτή είναι ανοησίες!” είπε. “Γιατί να πέσει ο Θεός σε τέτοιο επίπεδο ώστε να έρθει στη γη σαν άνθρωπος; Αυτές είναι γελοιότητες!”
Έτσι η γυναίκα του και τα παιδιά έφυγαν και αυτός παρέμεινε στο σπίτι.
Λίγο αργότερα, ο αέρας δυνάμωσε πάρα πολύ και το χιόνι γύρισε σε χιονοθύελλα. Καθώς κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, είδε ότι το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό που δεν μπορούσες να δεις τίποτα έξω. Κάθισε να χαλαρώσει μπροστά στη φωτιά στο τζάκι.
Λίγο πιο μετά, άκουσε ένα δυνατό γδούπο. Κάτι είχε πέσει πάνω στο παράθυρο. Μετά άλλος ένας γδούπος. Κοίταξε έξω όμως δεν μπορούσε να δει ούτε λίγα μέτρα. Όταν η θύελλα κόπασε λιγάκι, βρήκε το θάρρος να βγει έξω να δει τι χτυπούσε πάνω στο παράθυρο. Στο χωράφι κοντά στο σπίτι του είδε ένα κοπάδι από αγριόχηνες. Προφανώς πετούσαν προς τα νότια μες τον χειμώνα όταν τις πρόλαβε η χιονοθύελλα και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Είχαν χαθεί και παρέμειναν μέσα στη φάρμα του χωρίς φαγητό και καταφύγιο. Απλά χτυπούσαν τα φτερά τους και πετούσαν σε χαμηλούς κύκλους, άσκοπα και στα τυφλά. Από ότι φαίνεται κάνα δύο από αυτές είχαν πέσει πάνω στο παράθυρό του.
Ο άνθρωπος λυπήθηκε τις χήνες και ήθελε να τις βοηθήσει. Ο στάβλος θα ήταν ένα υπέροχο μέρος για να μείνουν, σκέφτηκε. Έχει ζέστη και ασφάλεια. Θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα εκεί μέχρι να περάσει η θύελλα. Έτσι πήγε προς τον στάβλο, άνοιξε τις πόρτες και περίμενε να δει ελπίζοντας ότι θα δούνε τον ανοιχτό στάβλο και θα πήγαιναν μέσα. Όμως οι χήνες πετούσαν πέρα δώθε άσκοπα και δεν έδειχναν να παρατηρούν τον στάβλο ούτε να αντιλαμβάνονται τι θα σήμαινε γι’ αυτές. Ο άνθρωπος προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή τους όμως αυτό τις φόβιζε και φεύγανε ακόμα πιο μακριά.
Πήγε στο σπίτι και βγήκε ξανά με λίγο ψωμί, το έκοψε και με τα ψίχουλα έκανε ένα μονοπάτι που πήγαινε προς τον στάβλο. Και πάλι δεν κατάλαβαν.
Άρχισε να αποθαρρύνεται. Πήγε απ’ την άλλη και προσπάθησε να τις ωθήσει προς τον στάβλο, αυτό όμως τις φόβισε ακόμα πιο πολύ και τις έκανε να πάνε προς όλες τις κατευθύνσεις εκτός απ’ τον στάβλο. Ότι και να έκανε δεν μπόρεσε να τις πάει στο στάβλο όπου θα ήταν ζεστές και ασφαλείς.
“Γιατί δεν με ακολουθούνε;” αναφώνησε. “Δεν βλέπουν ότι αυτό είναι το μόνο μέρος όπου μπορούν να επιβιώσουν από τη θύελλα;”
Σκέφτηκε για λίγο και συνειδητοποίησε ότι δεν θα ακολουθούσαν έναν άνθρωπο. “Αν μόνο ήμουν μια χήνα, θα μπορούσα να τις σώσω τότε”, είπε φωναχτά.
Τότε του ήρθε μια ιδέα. Πήγε στο στάβλο, πήρε μια απ’ τις δικές του χήνες, και την μετέφερε στην αγκαλιά του καθώς έκανε έναν κύκλο πηγαίνοντας πίσω από το κοπάδι με τις αγριόχηνες. Όταν την άφησε απ’ την αγκαλιά του, η χήνα πέρασε μέσα απ’ το κοπάδι και πήγε κατευθείαν στον στάβλο. Μία-μία, οι αγριόχηνες την ακολούθησαν στην ασφάλεια του στάβλου.
Ο άνθρωπος στάθηκε ακίνητος και άφωνος καθώς τα λόγια που είχε πει πριν λίγα λεπτά ξανάρθαν στον νου του: Αν μόνο ήμουν μια χήνα, τότε θα μπορούσα να τις σώσω! Μετά σκέφτηκε τι είχε πει στη γυναίκα του πιο πριν. “Γιατί ο Θεός να θέλει να γίνει σαν εμάς; Αυτές είναι γελοιότητες!” Ξαφνικά όλα πήραν νόημα. Αυτό έκανε ο Θεός. Ήμασταν σαν τις αγριόχηνες — τυφλοί, χαμένοι, θολωμένοι και κοντά στο θάνατο. Έτσι ο Θεός έκανε τον Υιό Του να γίνει σαν εμάς, ώστε να μπορεί να μας δείξει το δρόμο και να μας σώσει. Αντιλήφτηκε ότι αυτό ήταν το μήνυμα των Χριστουγέννων.
Καθώς κόπασε ο άνεμος και η χιονόπτωση σταμάτησε, η ψυχή του ησύχασε και συλλογίστηκε αυτή την υπέροχη σκέψη. Ξαφνικά κατάλαβε τι ήταν τα Χριστούγεννα, γιατί είχε έρθει ο Χριστός. Χρόνια αμφιβολίας και απιστίας εξαφανίστηκαν όπως η θύελλα που πέρασε. Έπεσε στα γόνατά του εκεί στο χιόνι και έκανε την πρώτη του προσευχή: “Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που ήρθες με ανθρώπινη μορφή για να με πάρεις απ’ τη θύελλα!”