Ένα πράγμα που φαίνεται να είναι χαρακτηριστικό στη Βίβλο είναι το πώς οι «ήρωες της πίστης» — με εξαίρεση φυσικά τον Ιησού — απείχαν πολύ από το να είναι οι τέλειοι άνδρες και γυναίκες. Όπως θα έλεγε κανείς σήμερα, η Βίβλος μιλάει γι’ αυτούς «χύμα και σταράτα». Λατρεύω την ιστορία και αν έχετε διαβάσει αρχαίες ιστορίες ή λογοτεχνία, συνηθίζεις να βλέπεις τους ήρωες εκεί να εξιδανικεύονται. Τα ελαττώματά τους, αν είχαν μερικά, φαίνεται να παραλείπονται. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους ήρωες της Βίβλου. Προσωπικά πιστεύω πως ο τρόπος που τους αναφέρει η Βίβλος με όλες τους τις αδυναμίες και τα σφάλματα, δίνει πολύ περισσότερη αξιοπιστία στη Βίβλο.

Ενθαρρύνομαι ιδιαίτερα, όταν διαβάζω για τους πιο στενούς μαθητές του Ιησού, ενώ Αυτός ήταν εδώ στη γη. Ας ξεκινήσουμε με τον Πέτρο. Παραδοσιακά θεωρούμενος ως ο αρχηγός των αποστόλων, ο Πέτρος έχει την ειδοποιό διαφορά ότι έφτασε ακόμα και να αρνηθεί ότι γνώριζε τον Ιησού, όταν Αυτός τον χρειαζόταν περισσότερο τη νύχτα που δικαζόταν και καταδικαζόταν σε θάνατο. Και όχι μόνο μία αλλά τρεις φορές. «Αλλά άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται: ‘Δεν ξέρω αυτόν τον άνθρωπο για τον οποίο μιλάτε!’» (Μάρκος 14:71). Να αναθεματίζει και επίσης να ορκίζεται; Αυτό δεν ακούγεται και τόσο άγιο.

Ο Ιωάννης αναφέρθηκε στον εαυτό του στο Ευαγγέλιό του ως «ο μαθητής που αγάπησε ο Ιησούς» (Ιωάννη 21:20), όμως ο Μάρκος καταγράφει ένα περιστατικό που δεν απεικονίζει τον Ιωάννη και τον αδελφό του, τον Ιάκωβο, κάτω από ένα τόσο ευνοϊκό πρίσμα:

«Και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, πλησίασαν [τον Ιησού] και του είπαν: ‘Δάσκαλε, θέλουμε να κάνεις για εμάς ό,τι σου ζητήσουμε’. Και τους είπε: ‘Τι θέλετε να κάνω για εσάς;’ Και του είπαν: ‘Βάλε μας να καθίσουμε, ένας στα δεξιά Σου και ένας στα αριστερά Σου, όταν έλθεις στη δόξα Σου’» (Μάρκος 10:35–37). Στην αφήγηση του Ματθαίου για αυτό το περιστατικό, συνεχίζει λέγοντας: «Και όταν το άκουσαν οι δέκα, αγανάκτησαν με τους δύο αδελφούς» (Ματθαίος 20:20–24).

Αυτή δεν ήταν καν η πρώτη φορά που οι μαθητές διαφωνούσαν για το ποιος θα ήταν στην κορυφή. «Και ήρθαν στην Καπερναούμ. Και όταν [ο Ιησούς] ήταν στο σπίτι, τους ρώτησε: ‘Τι συζητούσατε στο δρόμο;’ Αλλά αυτοί έμειναν σιωπηλοί, γιατί στο δρόμο είχαν λογομαχήσει μεταξύ τους για το ποιος ήταν ο μεγαλύτερος» (Μάρκος 9:33–34).

Και μετά ήταν και ο Ματθαίος ο τελώνης. Οι τελώνες ήταν φοροεισπράκτορες και γενικά όλοι τους θεωρούσαν απατεώνες. Οι Ρωμαίοι είχαν εγκαθιδρύσει το σύστημα με τους τελώνες, ώστε να συγκεντρώνουν φόρους απ’ τις περιοχές που είχαν υποτάξει. Δημοπρατούσαν τα φορολογικά δικαιώματα μιας περιοχής στον πλειοδότη, ο οποίος στη συνέχεια υποσχόταν να τους δίνει αυτό το ποσό χρημάτων, στο αυτοκρατορικό ταμείο σε ετήσια βάση.

Στην πραγματικότητα, αυτοί οι φοροεισπράκτορες-τελώνες ήταν ελεύθεροι να εισπράξουν όσα περισσότερα μπορούσαν και να κρατήσουν το πλεόνασμα για τον εαυτό τους. Μπορούσαν ουσιαστικά να αποφασίσουν αυθαίρετα πόσα ήθελαν ως φόρους. Ήταν ένα αδίστακτο και εντελώς άδικο σύστημα που ισοπέδωνε τους φτωχούς κάνοντάς τους ακόμα φτωχότερους. Μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα στη Ρώμη, όπως ο Βρούτος και ο Κάσσιος, που συνωμότησαν στη δολοφονία του Καίσαρα, φέρονται ότι ήταν ιδιοκτήτες τέτοιων εταιρειών — αν και τις διοικούσαν μέσω τρίτων, επειδή τεχνικά, οι Ρωμαίοι δεν επιτρεπόταν να συμμετέχουν σε τέτοιες ευτελείς επιχειρήσεις.

Έτσι λοιπόν, ο Ματθαίος ήταν μέρος αυτού του συστήματος των καταχραστών, πιθανότατα εργαζόμενος ως υπεργολάβος. Φαίνεται μάλιστα ότι είχε ένα επιλεγμένο σημείο σε μια από τις πύλες της πόλης, όπου μπορούσε να εισπράττει δασμούς για όλα τα αγαθά που μπαινόβγαιναν. Για τους ευσεβείς Εβραίους, οι οικονομικές του σχέσεις με τους Εθνικούς τον καθιστούσαν τελετουργικά ακάθαρτο και, ούτε κατά διάνοια, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα προεξέχων μέλος της Ιουδαϊκής κοινωνίας.

Και οι υπόλοιποι μαθητές; Ο Ανδρέας, ο Θαδδαίος, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ (γνωστός και ως Βαρθολομαίος) μόλις και μετά βίας εμφανίζονται στα τέσσερα Ευαγγέλια, όμως γνωρίζουμε ότι ένας άλλος — ο Σίμωνας — ήταν παλαιότερα μέλος στους ζηλωτές, οι οποίοι διεξήγαγαν βίαιες εξεγέρσεις και είχαν δεσμευτεί να ανατρέψουν τους Ρωμαίους κατακτητές και τις μαριονέτες τους. Και φυσικά, η διεκδίκηση του Θωμά για το βάθρο της φήμης είναι ότι αμφισβήτησε την ανάσταση του Ιησού. Για να μην αναφέρουμε και την Μαρία τη Μαγδαληνή, από την οποία ο Ιησούς έβγαλε επτά δαιμόνια (Λουκάς 8:2) — όμως ήταν αυτή στην οποία εμφανίστηκε Αυτός για πρώτη φορά μετά την ανάστασή Του.

Και τι να πούμε και για τον ήρωα του βιβλίου των Πράξεων; Ο Παύλος ήταν ένας προσήλυτος Φαρισαίος που, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, είχε στο παρελθόν «καταδιώξει την εκκλησία του Θεού όσο δεν γίνεται και προσπάθησε να την καταστρέψει» (Γαλάτες 1:13).

Αλλά αυτοί οι μαθητές — συνηθισμένοι άνθρωποι που έγιναν ασυνήθιστοι μέσω της πίστης τους και αφοσίωσης στον Ιησού – είναι μερικοί από τους ήρωες και τις ηρωίδες μου. Είναι μια έμπνευση για μένα, επειδή παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις ελλείψεις τους, ήταν πιστοί στο κάλεσμα του Θεού και έκαναν υπέροχα πράγματα για τον Θεό και τους συνανθρώπους τους. Και με τη χάρη του Θεού, μπορούμε κι εμείς να είμαστε πιστοί σε Αυτόν και στο κάλεσμά Του για τη ζωή μας.