Μια από τις αγαπημένες μου ιστορίες στη Βίβλο είναι επίσης και ένα φως καθοδήγησης για μένα από τότε που πρωτοάρχισα να εργάζομαι σαν εθελόντρια σε ξένες χώρες το 1978. Από τότε και μετά, έχει χρησιμεύσει τόσο σαν μια υπόσχεση στην οποία μπορώ να στηριχθώ αλλά και σαν μια υπενθύμιση την οποία δεν μπορώ να αγνοήσω.

Να πώς έχει η ιστορία: Ο Θεός είχε στείλει ανομβρία για να τιμωρήσει το Ισραήλ για την ασέβειά τους, και ο χείμαρρος κοντά στον οποίο κατασκήνωνε ο Ηλίας είχε στερέψει καθώς επίσης είχαν τελειώσει και τα τρόφιμά του. Ο Θεός του είπε να ταξιδέψει σε μια κωμόπολη που ονομαζόταν Σαρεπτά όπου θα συναντούσε μια χήρα με καλή καρδιά και πίστη στο Θεό και η οποία θα προμήθευε για τις ανάγκες του ενώ αυτός συνέχιζε την υπηρεσία του.

Καθώς ο Ηλίας πλησίασε στην πόλη, συνάντησε μια γυναίκα που μάζευε ξυλαράκια κοντά στην πύλη της πόλης και ένοιωσε πως ήταν αυτή για την οποία του είχε μιλήσει ο Θεός. Κουρασμένος και πεινασμένος, της ζήτησε λίγο νερό και ένα κομμάτι ψωμί.

Αυτή τον κοίταξε με δυσπιστία και του εξήγησε πως δεν της είχε απομείνει καθόλου ψωμί και είχε μόνο λίγο αλεύρι και λάδι για να ψήσει ένα τελευταίο καρβέλι για τον εαυτό της και το γιο της. Περίμενε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο τους γεύμα πριν πεθάνουν από την πείνα.

Τότε ο Ηλίας της ζήτησε μια απίστευτη χάρη: “Κάνε πρώτα σε μένα μια μικρή πίτα και φέρ’ την σε μένα, και έπειτα κάνε για τον εαυτό σου και για τον γιο σου”. Κατόπιν την διαβεβαίωσε πως ο Θεός θα ευλογούσε αυτήν την θυσιαστική και ανιδιοτελή πράξη: “Το πιθάρι με το αλεύρι δεν θα αδειάσει, ούτε το κιούπι με το λάδι θα ελαττωθεί, μέχρι την ημέρα κατά την οποία ο Κύριος θα δώσει βροχή επάνω στο πρόσωπο της γης”. 1 Η χήρα έπραξε όπως της ζήτησε ο Ηλίας, και όπως ήταν αναμενόμενο, η Βίβλος αναφέρει πως από τότε και μετά, το αλεύρι της και το λάδι ποτέ δεν τέλειωσαν, και υπήρχε αρκετή τροφή για αυτήν και το γιο της σ’ όλη τη διάρκεια του λιμού. Ο Θεός κράτησε την υπόσχεσή Του. 2

Καθώς αναλογίζομαι τα πολλά μου χρόνια αφιερωμένα στην εθελοντική εργασία με έναν πολύ σφιχτό προϋπολογισμό, συνειδητοποιώ ότι έχω και εγώ να πω μια παρόμοια ιστορία. Φαίνεται πως σχεδόν καθημερινά δεχόμαστε αιτήματα ή εκκλήσεις για βοήθεια. Μερικές φορές είναι μια άνεργη ανύπαντρη μητέρα και τα παιδιά της, ή μια ομάδα από πάμφτωχα ηλικιωμένα άτομα που συναντάμε όταν πάμε σε αποστολικό ταξίδι στις αγροτικές περιοχές, ή ένας αβοήθητος ξένος που τον έχουν ληστέψει, ή πεινασμένα ορφανά που πολύ δύσκολα επιβιώνουν στα πάμφτωχα ορφανοτροφεία, ή ένας γείτονας που ξέμεινε από κάτι, και ούτω καθεξής.

Στην Κένυα, η επιλογή να δώσεις ή να μην δώσεις παρουσιάζεται πολλές φορές καθημερινά, ακόμα και όταν εμείς οι ίδιοι μετά βίας τα καταφέρνουμε. Με επτά παιδιά δικά μου να μεγαλώσω, συχνά ένοιωθα ότι είχα μια θεμιτή δικαιολογία να μη δώσω. Μετά όμως ένοιωθα τον Θεό να αγγίζει την καρδιά μου και να παρακινούμαι να απλώσω το χέρι μου και να προσπαθήσω να εκπληρώσω την ανάγκη.

Μέχρι και σήμερα, μετά από 35 χρόνια δοσίματος και πλέον, συνεχίζουμε να έχουμε αρκετά. Τα ράφια στην κουζίνα μας είναι σαν το πιθάρι της χήρας με το αλεύρι που ποτέ δεν άδειασε, και το ντεπόζιτο της βενζίνης του αυτοκινήτου μας σαν το κιούπι της με το λάδι που ποτέ δεν έμεινε άδειο. Ο κύκλος του δοσίματος έχει ανταμειφθεί με το να γεμίσει ξανά, κατόπιν ξεχειλίζει και εμείς συνεχίζουμε να δίνουμε και στη συνέχεια γεμίζει ξανά με την καλοσύνη του Θεού.

  1. Βασιλέων Α’ 17:14
  2. βλ. Βασιλέων Α’ 17:7-16