«Τσάρλι! Που είσαι;»

Στην αρχή, δεν ανησυχήσαμε και τόσο. Η μικρή μας μαύρη σκυλίτσα Λαμπραντόρ, αγαπούσε τόσο πολύ να τρέχει μέσα στο δάσος, ακολουθώντας μονοπάτια για λαγούς και απολαμβάνοντας τη ζωή της. Όμως γιατί δεν μας άκουγε που την καλούσαμε;

Καμία απάντηση. Ούτε κίνηση από θάμνους και κλαδιά. Εκτός από τον ήχο από έναν κούκο και το θρόισμα των φύλλων στα δένδρα, δεν άκουγα τίποτα άλλο.

Κάτι δεν πήγαινε καλά. Η μαλλιαρή μας φίλη ποτέ δεν συμπεριφερόταν μ’ αυτό τον τρόπο.

Βγήκα απ’ το μονοπάτι και άρχισα να την ψάχνω ανάμεσα σε ψηλές φτέρες, αγκαθωτούς θάμνους, ρίζες από δένδρα, φωνάζοντάς της όσο πιο δυνατά μπορούσα.

«Τσάρλι!»

Ένα ασυνήθιστο κλαψούρισμα σε κάποια απόσταση τράβηξε την προσοχή μου.

Η σκυλίτσα μας ακούστηκε; Η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά ενώ συνέχισα να προχωράω μέχρι που έφτασα σε μια περίεργη λιμνούλα. Δεν ήταν κάποια μεγάλη λίμνη, ούτε υπήρχε κάποια παραλία εκεί κοντά, όπου θα καθόσουν για να δεις τις χήνες να περνάνε από πάνω σου και να σου υπενθυμίζουν τα αιώνια ύδατα του Λόγου του Θεού.

Όχι δεν ήταν, επειδή αυτή η δεξαμενή νερού ήταν τεχνητά κατασκευασμένη. Σκοτεινή, βαθιά και κάπως παράξενη και σε κάποιο αφύσικο βάθος. Και να σου εκεί, προσπαθώντας απεγνωσμένα να φτάσει στο πάνω μέρος της δεξαμενής αυτής, ήταν το εξαντλημένο ζωάκι μας. Έδειχνε λες και ήταν έτοιμη να τα παρατήσει. Όμως μόλις με είδε να έρχομαι, οι πονεμένες της κραυγές μετατράπηκαν σε ξεφωνητά μιας χαρούμενης σκυλίτσας.

«Τσάρλι, που είσαι

Μου θύμισε τότε που ο Θεός καλούσε τον φίλο Του στον Κήπο της Εδέμ.

«Αδάμ! Πού είσαι;»

Ο Αδάμ δεν είχε πέσει μέσα σε μια προκατασκευασμένη λιμνούλα. Έφαγε απ’ το απαγορευμένο δένδρο και επέφερε την κατάρα της αμαρτίας σε όλο τον κόσμο. Και να σου ο Θεός, περπατώντας μέσα στη δροσιά του πρωινού της ημέρας, επιθυμώντας συντροφιά χωρίς όμως να τη βρίσκει, επειδή οι φίλοι Του δεν ήταν εκεί.

Σε αντίθεση με τη σκυλίτσα μου, ο Θεός γνώριζε που κρύβονταν ο Αδάμ και η Εύα. Όμως, ο πόνος που βίωσε Αυτός πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ τον δικό μου, επειδή οι αγαπημένοι Του φίλοι, κρύβονταν απ’ Αυτόν.

Ο Θεός συνεχίζει να καλεί και σήμερα. Συνεχίζει να προφέρει τα ίδια λόγια. Καλεί τον καθένα μας καθημερινά.

Όταν διαβάζω αυτά τα λόγια, βάζω το δικό μου όνομα στη θέση τους. Αυτό το κάνει πιο προσωπικό. Δεν προσπαθώ να κρυφτώ απ’ τον Θεό, γιατί κάπου-κάπου κάνω κι εγώ τα λάθη μου. Όμως τα καλά νέα είναι ότι ο Θεός με συγχωρά και συνεχίζει να λαχταρά να μου μιλήσει στη δροσιά του πρωινού της ημέρας, όπως έκανε και με τον Αδάμ.