Εκείνη την άνοιξη του 1972 οι μήνες ήταν δύσκολοι. Ήθελα απεγνωσμένα να κάνω ένα μωρό, να το κρατώ στα χέρια μου, ένα δικό μου μωρό. Δύο φορές είχα αποβάλλει και για την απογοήτευση που είχα νοιώσει θεωρούσα υπόλογο τον Θεό και γι’ αυτό Του έλεγα, Τι έκανες Εσύ, όταν εγώ Σε εμπιστευόμουν να απαντήσεις στις προσευχές μου; Απλώς δεν μπορούσα να προχωρήσω στη ζωή μου.

Ο σύζυγός μου ο Νταν και εγώ μετακομίζαμε στη Νέα Υόρκη για να εργαστούμε σε μια Χριστιανική αποστολή στο Ηστ Σάιντ. Χρειαζόμουν εκείνη την αλλαγή. Ο Νταν βρισκόταν ήδη εκεί, ενώ εγώ ταξίδευα τώρα προς τα εκεί έχοντας πάρει τον αυτοκινητόδρομο μέσω της Βοστώνης. Στο ταξίδι με το λεωφορείο, είχα ακουμπήσει το κεφάλι μου στο παράθυρο και έκλαιγα. Καθώς περνούσαν οι ώρες, είχα αρχίσει να αμφιβάλλω για όλα όσα πίστευα και είχα ενθαρρύνει και άλλους να πιστέψουν. Τι δουλειά είχα εγώ με Χριστιανική αποστολική εργασία; Πώς θα μπορούσα εγώ να πω στους άλλους να εμπιστεύονται τον Θεό όταν η δική μου πίστη ήταν τόσο πεσμένη; Η ζωή μου είχε αρχίσει να βγαίνει εκτός ελέγχου.

Μετά από ένα φαινομενικά ατέλειωτο ταξίδι, το λεωφορείο έφθασε στη Νέα Υόρκη. Είχα βρεθεί και άλλες φορές στη Νέα Υόρκη, όμως όταν βρισκόμουν εκεί ένοιωθα σαν να πνίγομαι. Η πόλη ήταν τεράστια, πολυάσχολη και απρόσωπη. Συνήθως περπατούσα σαν ξένη τουρίστρια, κοιτώντας τους ουρανοξύστες. Όμως αυτή τη φορά δεν πρόσεχα τους ουρανοξύστες. Αναζητούσα ένα κομμάτι από γαλάζιο ουρανό.

Βρήκα έναν τηλεφωνικό θάλαμο και κάλεσα τον σύζυγό μου, απεγνωσμένη να ακούσω τη φωνή του. Τα λίγα ψιλά που είχα μαζί μου είχαν αρχίσει να ξοδεύονται σε τηλεφωνικούς θαλάμους που δεν δούλευαν, όμως δεν ανησυχούσα ακόμα. Ο Νταν θα ερχόταν να με πάρει σύντομα.

Όταν τελικά βρήκα έναν τηλεφωνικό θάλαμο που δούλευε, ο Νταν δεν απαντούσε στο τηλεφώνημά μου. Πήρα έναν καφέ και δοκίμασα να τηλεφωνήσω ξανά, όμως χωρίς αποτέλεσμα.

Βγήκα στον δρόμο να βρω ένα ταξί και αντιλήφθηκα ότι είχε αρχίσει να νυχτώνει. Τα φώτα της πόλης θόλωναν τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια μου.

Ξαναπήγα στον τηλεφωνικό θάλαμο και δοκίμασα ξανά. Πάλι τίποτα. Αντιλήφθηκα ότι δεν είχα πει στον Νταν την ακριβή ώρα της άφιξής μου και το μόνο που είχα ήταν η διεύθυνση της αποστολής στο Ηστ Σάιντ, όπου θα κάναμε εθελοντική εργασία και βρισκόταν σε μια περιοχή γνωστή ως η Κουζίνα της Κόλασης.

Άρχισα να φοβάμαι λίγο, καθώς βγήκα ξανά στον δρόμο για να σταματήσω ένα ταξί. Όταν έδωσα στον ταξιτζή τη διεύθυνση της αποστολής, αυτός με ρώτησε με απότομο τρόπο, «Σίγουρα εκεί θες να πας;» Και μετά έβαλε το ταξίμετρο και ξεκίνησε.

Το ταξίμετρο έδειχνε να πηγαίνει πιο γρήγορα απ’ τις ρόδες του αυτοκινήτου καθώς μπήκαμε στην κίνηση.  Έβγαλα το πορτοφόλι μου και μέτρησα ξανά τα χρήματα που μου είχαν απομείνει, σκεπτόμενη όταν είχα μπει στο ταξί, πως αν τα χρήματα δεν μου έφταναν, θα έμπαινα στο γραφείο της αποστολής και θα ζητούσα το υπόλοιπο ποσό από κάποιον, τώρα όμως είχα τις αμφιβολίες μου.

Προσπάθησα να δω καλύτερα το πρόσωπο του οδηγού καθώς τα φώτα του δρόμου έπεφταν πάνω στο ταξί. Το πρόσωπό του έδειχνε να έχει μια σκληρότητα και ρυτίδες, λες και ήταν πρώην κατάδικος ή γκάνγκστερ. Ξανάφερα στον νου μου την τραχιά φωνή του όταν τον ρώτησα για τη διεύθυνση που του είχα δώσει. Μετά πρόσεξα μια μεγάλη ουλή που κάλυπτε τον μισό λαιμό του. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου με τον οποίο θα μπορούσα να πιάσω συζήτηση ή να πω κάτι.

Καθώς έγειρα πάλι πίσω στο κάθισμα, είδα το συνολικό ποσό στο ταξίμετρο να υπερβαίνει το ποσό μέσα στην τσάντα μου. Έπρεπε να είμαι πιο υπομονετική. Έπρεπε να περιμένω στον σταθμό των λεωφορείων και να συνεχίσω να τηλεφωνώ στον Νταν. Έφερα στον νου μου όλες τις άσχημες ιστορίες που είχα διαβάσει για τους ταξιτζήδες και σκέφθηκα ότι είχα κάνει ένα τρομερό λάθος!

Και τότε έκανα κάτι που θα έπρεπε να είχα κάνει από πιο πριν. Ξέχασα τα παράπονα που είχα με τον Θεό και προσευχήθηκα σιωπηλά: Θεέ μου, βρίσκομαι σε αδιέξοδο! Σε παρακαλώ προστάτεψέ με και δείξε μου αν μπορώ να κάνω κάτι να Σε βοηθήσω να με φέρεις ασφαλή στον προορισμό μου.

Η απάντηση ήλθε κάπως απότομα μες τον νου μου: Μίλησέ του για Εμένα. Πριν βρω δικαιολογία για να μην το κάνω, πήρα βαθειά ανάσα και άρχισα να του μιλάω:

«Πρέπει να εξομολογηθώ κάτι. Η διαδρομή αυτή μου κοστίζει περισσότερο απ’ ό,τι περίμενα και δεν έχω αρκετά χρήματα μαζί μου για να σε πληρώσω. Είμαι καθοδόν στο κτίριο μιας Χριστιανικής αποστολής, όπου θα εργαστώ εθελοντικά μαζί με τον σύζυγό μου. Δεν ξέρω πολλά για τη Νέα Υόρκη και δεν αντιλήφθηκα πόσο μακριά είναι το Ηστ Σάιντ. Όταν φθάσουμε εκεί, θα πρέπει να μπω μέσα για να βρω ακόμα λίγα χρήματα για να σε πληρώσω. Ο σύζυγός μου κι εγώ προσπαθούμε να ζούμε όπως και ο Ιησούς, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο στον καθένα που συναντάμε και εμπιστευόμαστε Αυτόν να προμηθεύσει τις ανάγκες μας καθημερινά».

Καθώς εγώ συνέχιζα να του μιλώ, ο Ιησούς μου έδινε τις λέξεις που έπρεπε να πω, «Βλέπεις τόσοι πολλοί άνθρωποι χρειάζονται την αγάπη Του, τη θεραπεία Του και Αυτός έχει τις απαντήσεις για κάθε ανάγκη. Μπορεί να θεραπεύσει κάθε πληγή, κάθε πόνο. Οι απαντήσεις Του θέλουν μόνο μια μικρή προσευχή για να έρθουν. Ζήτησες ποτέ τον Ιησού να έρθει μέσα στην καρδιά σου;»

Μετά ησυχία, απόλυτη ησυχία, μετά ένας βήχας και μετά ένα ρουθούνισμα Καθώς έγειρα προς τα μπροστά είδα ένα δάκρυ να κυλά στο πρόσωπο του ταξιτζή.

«Η γιαγιά μου με πήγαινε στην εκκλησία όταν ήμουν μικρός», άρχισε να λέει με τρεμάμενη φωνή. «Μου μιλούσε για τον Ιησού. Είχα προσευχηθεί μαζί της. Όμως όταν πέθανε, κανένας δεν μου μιλούσε πια για τον Ιησού. Έχεις δίκιο. Τόσο πολλοί άνθρωποι χρειάζονται θεραπεία. Την χρειάζομαι κι εγώ. Έχω κάνει πολύ άσχημη ζωή. Η γιαγιά μου θα ντρεπόταν για όσα άσχημα πράγματα έχω κάνει. Δεν νομίζω πως ο Ιησούς θα με συγχωρούσε τώρα».

Τώρα ήταν η δική μου σειρά να αρχίσω να κλαίω. «Ο Ιησούς σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο εγκληματίες. Ο ένας ζήτησε συγχώρεση και ο Ιησούς του είπε, ‘Αυτή τη μέρα θα είσαι μαζί Μου στον Παράδεισο’. Ο Ιησούς είπε ότι δεν ήρθε να κηρύξει στους καλούς ανθρώπους ή εκείνους που νόμιζαν ότι δεν χρειάζονταν τη βοήθειά Του. Κήρυξε στον καθένα – μαζί και τους απόβλητους, τους μεθύστακες και τις πόρνες, σ’ εκείνους που ήξεραν ότι Τον χρειάζονταν. Αυτό θα κάνει και για σένα, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να Του ζητήσεις να σε συγχωρέσει και Αυτός θα το κάνει. Θα σε συγχωρέσει για οτιδήποτε έχεις κάνει».

Όλο το πρόσφατο παρελθόν μου πέρασε απ’ τον νου μου αστραπιαία – οι αμφιβολίες μου και η αποτυχία μου να συνεχίσω να εμπιστεύομαι τον Θεό όταν όλα έδειχναν να πηγαίνουν εντελώς στραβά. «Μπορεί να μας συγχωρέσει που αμφιβάλλαμε γι’ Αυτόν», είπα με τρεμάμενη φωνή. «Όταν Του εμπιστευόμαστε τη ζωή μας και αποδεχόμαστε ότι Αυτός γνωρίζει ακριβώς τι χρειαζόμαστε και ότι θα απαντήσει στις προσευχές μας όταν έλθει ο κατάλληλος καιρός, τότε είναι που μπορεί να κάνει τα μεγαλύτερα θαύματα για εμάς».

«Μη σε πειράζει για τα λεφτά», είπε ο ταξιτζής. «Θα σε πάω όπου πρέπει να πας και θα το πληρώσω εγώ. Αυτό που κάνεις είναι πολύ σημαντικό. Η Κουζίνα της Κόλασης είναι γεμάτη από ανθρώπους που πρέπει να ακούσουν για τον Χριστό. Θα προσεύχομαι και εγώ περισσότερο τώρα και θα προσπαθήσω να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Ο Θεός σε έστειλε σε μένα».

Φθάσαμε στο κτίριο της αποστολής και βγήκε έξω να με βοηθήσει με τα πράγματά μου. Τον αγκάλιασα και του είπα ότι ο Θεός ποτέ δεν θα τον εγκαταλείψει. Περίμενε μέχρι να βγει κάποιος να με συναντήσει, μετά χαμογέλασε και με χαιρέτισε καθώς έφευγε.

Εκείνοι στους οποίους είπα την ιστορία με τον ταξιτζή, έμειναν εμβρόντητοι. Μου είπαν ότι οι ταξιτζήδες στη Νέα Υόρκη είναι μερικοί απ’ τους πιο σκληροτράχηλους ανθρώπους στον κόσμο. Ποτέ τους δεν χαρίζουν δωρεάν διαδρομές σε κανέναν.

Όμως μέσα μου γνώριζα ότι το μεγαλύτερο θαύμα αυτής της συνάντησης δεν ήταν η δωρεάν διαδρομή. Ήταν το ότι δύο άνθρωποι που χρειάζονταν να έλθουν πιο κοντά στον Θεό, ένοιωσαν τον Θεό να τους αγγίζει. Τα δάκρυα στο πρόσωπο εκείνου του φαινομενικά σκληροτράχηλου ταξιτζή με έκαναν να το δω αυτό. Τα λόγια που μου είχε δώσει ο Θεός να του πω, ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν εγώ για να ακούσω. Ο Θεός είχε στείλει αυτόν σε μένα.