Πριν μερικά χρόνια, μια φίλη μου κι εγώ πήραμε το νυχτερινό λεωφορείο για να πάμε σε μια άλλη περιοχή της Νότιας Αφρικής. Στοιβάξαμε τις τσάντες μας, βάλαμε τα ακουστικά μας και ετοιμαστήκαμε για ατελείωτες ώρες από ένα άβολο ταξίδι. Πριν ξεκινήσουμε, θυμάμαι που σκεφτόμουν μέσα μου, μακάρι να υπήρχε τρόπος τηλεμεταφοράς, ώστε να μην χρειάζεται να ξοδεύουμε όλες αυτές τις ώρες για να πάμε κάπου. Λίγο υποψιαζόμουν το τι επέκειτο.

Στα μέσα του ταξιδιού, λίγο μετά τις 2 τα μεσάνυχτα, το λεωφορείο χάλασε και ο οδηγός ανακοίνωσε ότι το ταξίδι μας σταματούσε για λίγο εκεί και άγνωστο για «πόσο». Θα έρχονταν μηχανικοί να το φτιάξουν, αλλά πότε ακριβώς δεν ήταν σίγουρο, καθώς βρισκόμασταν στη μέση του πουθενά.

Μερικοί από εμάς αποφασίσαμε να βγούμε έξω απ’ το λεωφορείο και να καθίσουμε κάπου, να ξεμουδιάσουμε λίγο και να αναπνεύσουμετο νυχτερινό δροσερό αεράκι. Ήμουν πάρα πολύ απογοητευμένος και ίσως και λίγο εκνευρισμένος που ο Θεός είχε επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο. Πήγαινα πέρα-δώθε μέσα στο σκοτάδι, νοιώθοντας οίκτο για τον εαυτό μου.

Τότε άκουσα κάποιον απ’ τους επιβάτες να τραγουδά μια απαλή μελωδία. Είχε όμορφο ρυθμό και ήταν ξεκάθαρη και χαρωπή. Μετά άλλος ένας επιβάτης άρχισε να τον συνοδεύει στο τραγούδι και μετά και άλλος ένας και άλλος ένας. Σε λίγη μόνο ώρα, πολλοί από εμάς τραγουδούσαμε κι εμείς και όλες μας οι στενάχωρες σκέψεις απρόσμενα παρασύρονταν απ’ αυτήν την μελωδία της συντροφικότητας και ενός τραγουδιού γεμάτο ευχαριστία.

Η φίλη μου άγγιξε το χέρι μου και είπε, «Κοίτα πάνω ψηλά!» δείχνοντάς μου προς τον ουρανό. Τι καταπληκτική θέα ήταν εκείνη – ένας αμέτρητος αριθμός από αστέρια κάλυπτε τον ουρανό που λαμπύριζαν γαλήνια και ζωηρά χωρίς να χρειάζεται να ανταγωνιστούν τα φώτα της πόλης, λες και μας έλεγαν, Όλα θα πάνε καλά. Καθώς ήμασταν εκεί παρατηρώντας το θέαμα και τραγουδώντας συγχρόνως, ένοιωθα μετανοιωμένος για τη γκρίνια μου πριν και θυμήθηκα ένα γνωμικό που είχα διαβάσει κάποτε: «Δύο άνθρωποι κοιτάνε απ’ της φυλακής τη σιδεριά, ο ένας βλέπει τα λασπόνερα και ο άλλος την ξαστεριά». Και εκεί αντιλήφθηκα ότι δεν χρειαζόταν τηλεμεταφορά. Αποφάσισα να γευτώ τις στιγμές – τόσο τις καλές όσο και τις πιο ατυχείς – γεμάτος ευγνωμοσύνη για το ότι είχα και την ευκαιρία να βιώσω κάποιες απλές χαρές της ζωής. Με ένα τραγούδι σωτηρίας στην καρδιά μου και τις αναλαμπές από τις γύρω ευλογίες, μπορώ να αντιμετωπίσω την κάθε μου μέρα γεμάτος αισιοδοξία.

Και ναι, το λεωφορείο επισκευάστηκε κι εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι μας, αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι εγώ δεν ήμουν πια ο ίδιος. Εκείνη την έναστρη νυχτιά στη μέση του πουθενά, ξαναθυμήθηκα ότι ο Κύριός μου βρίσκεται παντού.