Μήπως μερικές φορές νοιώθετε σαν μια αποτυχία; Τα πράγματα  δεν πήγαν όπως σκεπτόσασταν εσείς ή όπως θα θέλατε να πάνε; Μήπως οι προσδοκίες σας δεν εκπληρώθηκαν και οι στόχοι σας δεν επιτεύχθηκαν;

Λοιπόν, θα σας αναφέρω κάποιον ο οποίος ένοιωθε ότι ήταν μια αποτυχία.

Καταρχάς ήταν ασθενικός και συχνά ένοιωθε τόσο αποκαρδιωμένος σε σημείο που δεν ήθελε να ζήσει άλλο πια. Οι δύο του γονείς πέθαναν όταν αυτός ήταν 14 ετών. Είχε αποβληθεί από το κολέγιο, κάτι το οποίο σήμαινε ότι τα όνειρα του για ανώτερη μόρφωση και ο στόχος του να γίνει ιερωμένος είχαν χαθεί. Ένοιωθε μεγάλη μοναξιά και απομόνωση. Είχε κυριευθεί από τον φόβο του θανάτου. Πέθανε φτωχός και σε νεαρή ηλικία μετά από κάποια σοβαρή ασθένεια, με πολύ λίγα επιτεύγματα να δείξει στην πορεία της σύντομης ζωής του.

Τόσο ο ίδιος αλλά και πολλοί άλλοι στην εποχή του τον έβλεπαν σαν μια αποτυχία. Κι όμως η ιστορία του ενέπνευσε πάρα πολλούς Χριστιανούς αποστόλους και εργάτες του Θεού, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα. Αυτοί που πίστεψαν στο κήρυγμά του, μετέφεραν το μήνυμα και σε άλλους και το αποστολικό του έργο επηρέασε πολλούς. Γενιές Χριστιανών εμπνεύστηκαν από αυτά που έγραψε στο ημερολόγιό του.

Πέθανε χωρίς να ξέρει αν είχε εκπληρώσει οτιδήποτε, εκτός από το να κάνει λιγοστούς προσήλυτους. Η ζωή του είχε γίνει αξιοπρόσεκτη μόνο μετά τον θάνατό του.

Αυτό που βοήθησε, ενθάρρυνε και ενδυνάμωσε πολλούς άλλους απόστολους στο έργο τους ήταν οι ταλαιπωρίες που υπέφερε στη σύντομη διαδρομή της ζωής του – οι ούτως αποκαλούμενες αποτυχίες του – υπό τη μορφή αμφιβολιών και κατάθλιψης και αγωνίας του πνεύματός του.

Ήταν όμως όντως μια αποτυχία; Ή μήπως ο Θεός ήθελε να χρησιμοποιήσει τη ζωή του σαν ένα κεράκι – όσο και λιγοστό να ήταν το φως του και για όσο κράτησε πριν σβήσει – για να φωτίσει και να ενθαρρύνει μελλοντικές γενιές από εργάτες του Θεού;

Μήπως ο Θεός είχε κάνει κάποιο λάθος; Είναι δυνατόν να φαίνεται σαν μια αποτυχία, ενώ για τον Θεό να είναι μια επιτυχία;

Το όνομά του ήταν Ντέιβιντ Μπρέινερντ. Παρακάτω είναι μια σύντομη περίληψη της ζωής του που συνέταξα  από διάφορα βιβλία και πηγές στο ίντερνετ:

Ντέιβιντ Μπρέινερντ, Χριστιανός απόστολος στους Ινδιάνους της Βόρειας Αμερικής. Γεννήθηκε τις 20 Απρίλιου του 1718.

Στην ηλικία των 21 ετών, είχε δεχθεί τον Ιησού σαν Σωτήρα του και ήταν αποφασισμένος να μιλάει και σε άλλους γι’ Αυτόν. Τον Σεπτέμβριο του 1739, γράφτηκε στον Κολέγιο του Γέιλ. Εκείνο τον καιρό γίνονταν μεγάλες αλλαγές στο Κολέγιο εκείνο. Όταν πρωτοπήγε στο σχολείο, απελπίστηκε από τη θρησκευτική αδιαφορία που υπήρχε γύρω του, όμως ο αντίκτυπος του ευαγγελιστή Τζορτζ Γουάιτφιλντ και της Μεγάλης Αφύπνισης εκείνη την εποχή, σύντομα έφεραν αποτελέσματα. Παντού άρχισαν να ξεφυτρώνουν ομάδες προσευχής και μελέτης της Βίβλου – πολύ συχνά προς ενόχληση των αρχών του σχολείου οι οποίες φοβόταν έναν θρησκευτικό «ενθουσιασμό». Ήταν εκεί και τότε που ο Μπρέινερντ έκανε ένα κάπως υπερβολικό σχόλιο για έναν από τους καθηγητές, λέγοντας ότι «δεν είχε περισσότερη χάρη απ’ ό,τι μια καρέκλα», κρίνοντάς τον ως υποκριτή. Το σχόλιο αυτό έφτασε στους διευθύνοντες του σχολείου και ο Ντέιβιντ αποβλήθηκε αφού αρνήθηκε να απολογηθεί δημόσια για κάτι το οποίο είχε πει κατ’ ιδίαν.

Ο Μπρέινερντ επέμενε στην προσπάθειά του να διαδώσει το ευαγγέλιο, ακόμη και αν, σύμφωνα με κάθε κριτήριο γνωστό σε ιεραποστολικά συμβούλια, θεωρείτο ως ένας ριψοκίνδυνος υποψήφιος για τις ιεραποστολές. Από μόνος του περιέγραφε τον εαυτό του σαν έναν μελαγχολικό τύπο. Από φυσικής άποψης ήταν ασθενικός, βίωνε αρρώστιες πολύ συχνά και κατάθλιψη και συχνά έπαιρνε άδειες για λίγο καιρό από το πόστο του.

Το 1742, έλαβε την εντολή να μεταβεί ως απόστολος στους Ιθαγενείς Ινδιάνους της Αμερικής. Η πρώτη του χρονιά από αποστολικές δραστηριότητες δεν ήταν και ιδιαίτερα επιτυχής. Δεν μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα των ιθαγενών. ούτε είχε προετοιμαστεί για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε στην ερημιά εκεί. Ήταν μόνος και ένοιωθε πολύ στεναχωρημένος. Ο ίδιος έγραφε:

Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. … Φαινόταν πως ποτέ μου δεν θα τα κατάφερνα ανάμεσα στους Ινδιάνους. Η ψυχή μου ήταν καταπονημένη, ποθούσα το θάνατο όσο δεν λέγεται.

Διαβιώ στην πιο απομονωμένη, μελαγχολική έρημο. … Η τροφή μου αποτελείται ως επί το πλείστον από δημητριακά, βραστό καλαμπόκι και ψωμί ψημένο στις στάχτες. … Το κρεβάτι μου είναι λίγα άχυρα στρωμένα πάνω σε μερικές σανίδες. Το έργο μου είναι υπερβολικά σκληρό και δύσκολο.

Ο πρώτος του χειμώνας στην έρημο ήταν γεμάτος δυσκολίες και αρρώστιες. Την δεύτερη χρονιά της αποστολικής του υπηρεσίας τη θεώρησε μια πλήρη αποτυχία και οι ελπίδες του για τον ευαγγελισμό των Ινδιάνων εκμηδενίστηκαν. Σκεφτόταν σοβαρά να τα παρατήσει.

Την τρίτη χρονιά, πήγε σε μια άλλη περιοχή και εκεί άρχισε να προσελκύει ακόμα και εβδομήντα Ιθαγενείς Ινδιάνους τη φορά, μερικοί από τους οποίους έπρεπε να κάνουν 70 χιλιόμετρα περίπου για να έλθουν να ακούσουν το μήνυμα της σωτηρίας. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και μετά από ενάμισι χρόνο, ο κήρυκας αυτός είχε 150 προσήλυτους, μερικοί από τους οποίους είχαν αρχίσει να μιλάνε και σε άλλους για τον Ιησού.

Το πρώτο ταξίδι του Μπρέινερντ σε μια άλλη και πολύ άγρια φυλή είχε σαν αποτέλεσμα ένα θαύμα που έκανε όλους τους ιθαγενείς να τον σέβονται και να τον αποκαλούν «προφήτη του Θεού». Είχε κατασκηνώσει στα περίχωρα ενός ιθαγενούς καταυλισμού και το επόμενο πρωί σχεδίαζε να πάει να τους κηρύξει. Χωρίς να το ξέρει, η κάθε του κίνηση παρακολουθείτο από πολεμιστές που είχαν σταλεί για να τον σκοτώσουν. Ο Φ. Μπόρεχαμ κατέγραψε αυτό το γεγονός:

Όταν οι πολεμιστές πλησίασαν κοντύτερα στη σκηνή του Μπρέινερντ, είδαν γονατιστό το χλωμό πρόσωπο να προσεύχεται και ενώ προσευχόταν, ξαφνικά ένας κροταλίας γλίστρησε δίπλα του. Με σηκωμένο το απαίσιο κεφάλι του έτοιμος να του επιτεθεί, έβγαζε τη διχαλωτή γλώσσα του σχεδόν ακουμπώντας το πρόσωπο του ευαγγελιστή και μετά χωρίς κανένα προφανή λόγο, να ξεγλιστρά και να χάνεται στους θάμνους. «Το Μεγάλο Πνεύμα είναι μέσα στο χλωμό πρόσωπο!» είπαν οι Ινδιάνοι και έτσι τον υποδέχθηκαν σαν προφήτη.

Εκείνο το συμβάν στην υπηρεσία του Μπρέινερντ απεικονίζει μια από τις πάμπολλες θείες επεμβάσεις στη ζωή του – και απεικονίζει επίσης τη σπουδαιότητα και την ένταση της προσευχής στην προσωπική του ζωή. Σε πάρα πολλές σελίδες από το βιβλίο Η Ζωή και το Ημερολόγιο του Ντέιβιντ Μπρέινερντ κάποιος θα διαβάζει συνεχώς τέτοιου είδους προτάσεις:

«Ο Θεός με ενίσχυσε ξανά να παλέψω για πολλές ψυχές και εγώ διαμεσολάβησα ένθερμα με προσευχή γι’ αυτό».

«Πέρασα πολύ ώρα προσευχόμενος στο δάσος και αυτό φαίνεται με έκανε να ξεπεράσω τις δυσκολίες αυτού του κόσμου».

«Έβρεχε και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λάσπη, όμως ένοιωσα μια δυνατή επιθυμία να γονατίσω δίπλα στον δρόμο και να μιλήσω στον Θεό για αυτό που με απασχολούσε. Ενώ προσευχόμουνα, Του ανέφερα ότι εγώ θα εργαζόμουνα γι’ Αυτόν, ότι η γλώσσα μου θα μιλούσε γι’ Αυτόν, αν μόνο Αυτός με χρησιμοποιούσε σαν ένα εργαλείο Του – και τότε ξαφνικά το σκοτάδι της νύχτας φωτίστηκε και αυτό με έκανε να καταλάβω ότι ο Θεός είχε ακούσει και είχε απαντήσει στην προσευχή μου».

«Εκείνες τις στιγμές της σιωπής όταν όλα δείχνουν τόσο άσχημα, τότε έχω εγώ τη συνάντησή μου με τον Θεό. Από εκείνες τις στιγμές σιωπής, εξέρχομαι με το πνεύμα μου αναζωογονημένο και με μια ανανεωμένη αίσθηση δύναμης. Ακούω μια φωνή μέσα από αυτές τις στιγμές σιωπής και καταλαβαίνω ολοένα και περισσότερο ότι πρόκειται για τη φωνή του Θεού».

Μετά από όλες τις δυσκολίες που είχε υποστεί ο Μπρέινερντ, η υγεία του κατέρρευσε. Πέθανε σε ηλικία 29 ετών, στις 9 Οκτωβρίου, το 1747. Η ανιδιοτελής του αφοσίωση, ο ζήλος του και οι ένθερμες προσευχές του, ενέπνευσαν κι άλλους αποστόλους, όπως τον Χένρι Μάρτιν, τον Γουίλιαμ Κάρεϊ, τον Τζόναθαν Έντουαρντς, τον Αντόνιραμ Τζόνσον και τον Τζον Γουέσλι. Η επιρροή του μετά τον θάνατό του ήταν μεγαλύτερη από όσα κατάφερε ο ίδιος στη διάρκεια της ζωής του. Το ημερολόγιό του έγινε κλασσικό και ενέπνευσε πολλούς να κάνουν αποστολικό έργο. Η επιρροή του είναι μια απόδειξη ότι ο Θεός και μπορεί αλλά και θα χρησιμοποιήσει οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να γίνει ένα εργαλείο στα χέρια Του, ανεξάρτητα από το πόσο εύθραυστος ή ευπαθής είναι.