«Δεν θέλω αυτά τα παπούτσια!» είπα κλαψουρίζοντας. «Θέλω εκείνα!» είπα δείχνοντας ένα άλλο ζευγάρι, τα οποία για το εξάχρονο άπειρο μυαλό μου, έδειχναν καλύτερα από εκείνα που μου έλεγαν να επιλέξω, τόσο ο ανειλικρινής πωλητής όσο και η μητέρα μου.

«Μα Κους», με ικέτευε η μητέρα μου, «έχεις πλατυποδία. Χρειάζεσαι παπούτσια με σωστή υποστήριξη».

Όμως εγώ δεν πειθόμουν με τίποτα, επειδή για μένα μου φαινόταν ότι όλοι είχαν πλατυποδία. Τα παπούτσια που ήθελε να μου αγοράσει, έδειχναν σαν εκείνα που φορούσαν οι ορειβάτες στο Όρος Έβερεστ, ενώ εκείνα που ήθελα εγώ είχαν κόκκινα κορδόνια και ασημένια αγκράφα.

Η μητέρα μου αναστέναξε, ενώ χάθηκε το χαμόγελο στο πρόσωπο του πωλητή, επειδή τα παπούτσια που ήθελα εγώ ήταν πολύ πιο φτηνά.

«Τα παπούτσια αυτά δεν θα είναι καλά για μακρινούς περιπάτους», μου είπε ξανά η μητέρα μου. «Θα σε πονάνε και θα σε ενοχλούν».

Όμως μια κι εγώ ήμουν τόσο εγωκεντρικός και ισχυρογνώμων και η μητέρα μου μεγάλωνε μόνη της εμένα και τον αδελφό μου, στο τέλος συμφώνησε μαζί μου, όπως έκανε και σχεδόν κάθε άλλη φορά. Καθώς βγαίναμε απ’ το κατάστημα και εγώ φόραγα καμαρωτός τα γυαλιστερά νέα παπούτσια μου, μια συντροφιά από ηλικιωμένες γυναίκες σταμάτησαν να πούνε «Τι γλυκό παιδί».

Το βράδυ της επόμενης μέρας, χάλασε το αυτοκίνητό μας. Εκείνες τις μέρες στην Ολλανδία, δεν υπήρχαν και τόσα αυτοκίνητα στους δρόμους – και σίγουρα ούτε οδική βοήθεια σε 24ωρη βάση Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να περπατήσουμε τα επτά χιλιόμετρα που απείχε το σπίτι μας και την άλλη μέρα θα βλέπαμε τι θα κάναμε για το αυτοκίνητο.

Πόσο μίσησα εκείνα τα επτά χιλιόμετρα περπάτημα και τα νέα γυαλιστερά παπούτσια μου με τα κόκκινα κορδόνια τους! Μίσησα εκείνες τις ματωμένες φουσκάλες σ’ όλα τα δάκτυλά μου και γκρίνιαζα συνέχεια, μέχρι να επιστρέψουμε στο σπίτι μας!

Μετά από λίγες μέρες πήγαμε και αγοράσαμε τα βαρύγδουπα δερμάτινα παπούτσια που έπρεπε να είχα πάρει από την αρχή. Αν και δεν έδειχναν και τόσο κομψά, όμως ήμουν ευγνώμων, αφού ήξερα ότι μου έκαναν περισσότερο καλό.

Καθώς θυμήθηκα την ιστορία αυτή με τα παπούτσια, με έκανε να σκεφτώ ένα μάθημα. Πόσο συχνά προσπαθούμε να επιδεικνυόμαστε ως κάτι όμορφο. Θέλουμε να περπατάμε με παπούτσια που νομίζουμε ότι μας δείχνουν ωραίους, ενώ ο Θεός γνωρίζει ότι ίσως να χρειαζόμαστε κάτι διαφορετικό, κάτι το οποίο στην πραγματικότητα θα μας κάνει καλό.

Κάποιες φορές υπήρξα ένας Χριστιανός του καλού καιρού. Φορούσα τα γυαλιστερά υποδήματα της θρησκευτικότητας, διακηρύσσοντας δυναμικά τις αρετές της χάρης και την κατάκριση της αμαρτίας. Όταν όμως ήλθαν οι δοκιμασίες, δεν είχα πάντα τη δύναμη να «κάνω πράξη» αυτά που διακήρυττα. Συνεχίζω να μαθαίνω να εμπιστεύομαι και να αποδέχομαι το είδος των παπουτσιών που μου δίνει ο Θεός να φοράω και να το κάνω αυτό μ’ ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Έτσι κι αλλιώς, ο Πατέρας γνωρίζει καλύτερα.