Ο Σεδράχ, ο Μισάχ, ο Αβδέ-νεγώ και ο φίλος τους ο Δανιήλ, ήταν τέσσερεις νεαροί που ίσως να μην τους γνώριζε κανείς αν δεν είχαν συμβεί μερικά αξιοσημείωτα γεγονότα στη ζωή τους.

Η ιστορία αρχίζει περίπου 500 χρόνια προ Χριστού και οι νεαροί αυτοί συλλαμβάνονται και μεταφέρονται αιχμάλωτοι από την πατρίδα τους σαν σκλάβοι του Ναβουχοδονόσωρ, βασιλιά της Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας.

Δεν γνωρίζουμε τις ηλικίες του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδέ-νεγώ, ίσως να ήταν νεαροί έφηβοι, ούτε πώς ήταν η ζωή τους πριν βρεθούν στην εξορία. Γνωρίζονταν μεταξύ τους; Ίσως να ήταν φίλοι και να είχαν τα ίδια όνειρα και ελπίδες. Ίσως ένας απ’ αυτούς να ονειρευόταν να κάνει καμιά δωδεκάδα παιδιά όπως ο προπάππους του ο Ιακώβ και να τα δίδασκε να πιστεύουν στον Θεό. Ίσως ο ένας τους να ήθελε να γίνει δάσκαλος. Μετά ήταν και ο άλλος που έλεγε τις ιστορίες, που είπε στους άλλους, «Εκπληρώστε εσείς τα όνειρά σας και εγώ θα πω την ιστορία κατόπιν».

Όμως όλα αυτά τα όνειρα και οι ελπίδες, όποια και να ήταν, παραμερίστηκαν όταν η γη τους καταλήφθηκε και αυτοί πάρθηκαν αιχμάλωτοι.  Πώς να ήταν οι πρώτες μέρες και νύχτες; Αλυσοδεμένοι και φρουρούμενοι; Όλοι μαζί στοιβαγμένοι σαν τα ζώα, αναζητώντας μεταξύ τους κάποιον γνωστό τους; Κάποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως ήταν να βρίσκουν ο ένας τον άλλον, να παραμένουν μαζί και ο πιο αισιόδοξος της ομάδας να λέει στους άλλους, «Μην φοβάστε, ο Θεός είναι μαζί μας. Ανεξάρτητα απ’ το τι θα συμβεί, είμαστε στα χέρια Του». Οι άλλοι συμφωνούν, ίσως και να κάνουν μια συνθήκη μεταξύ τους πως ανεξάρτητα απ’ ότι και να συμβεί αυτοί θα παραμείνουν πιστοί στον Θεό.

Και το ‘παν και το ‘καναν. Καταρχάς, αρνήθηκαν να φάνε φαγητό απ’ το ίδιο το τραπέζι του βασιλιά. Και θα πρέπει να υπήρχαν όλων των ειδών οι τέρψεις και οι νοστιμιές. Όμως αυτοί δεν άγγιξαν τίποτα.

Λέτε να τους ήταν δύσκολο να αποφύγουν τις νοστιμιές από το τραπέζι του βασιλιά; Ίσως, όμως το έκαναν για να μείνουν πιστοί στους διατροφικούς νόμους που είχε δώσει ο Θεός στον λαό τους. Αυτή η επιλογή δεν ήταν σπουδαία, όμως οι ζωές μας απαρτίζονται από τέτοιου είδους απλές επιλογές. Δείχνουν τόσο απλοϊκές, όταν στην πραγματικότητα, ίσως και να καθορίζουν την πορεία του πεπρωμένου μας.

Αργότερα, όταν ο Ναβουχοδονόσωρ διέταξε τους πάντες στο παλάτι να προσκυνήσουν το είδωλό του, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδέ-νεγώ αρνήθηκαν να προσκυνήσουν. Ένας Θεός ξέρει τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό τους εκείνη τη στιγμή, πόσο αποτροπιασμό ένοιωθαν για την αυθάδεια ενός επίγειου βασιλιά που έδινε εντολή στους υπηκόους του να λατρεύσουν αυτόν τον ίδιο. Όμως η δική τους απάντηση ήταν σεβάσμια, γαλήνια, ψύχραιμη και γεμάτη εμπιστοσύνη.

«Βασιλιά Ναβουχοδονόσωρ: Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να σου απαντήσουμε για το πράγμα αυτό. Αν είναι έτσι ο Θεός μας, που εμείς λατρεύουμε, είναι δυνατός να μας ελευθερώσει από το καμίνι τής φωτιάς που καίει· και από το χέρι σου, βασιλιά, θα μας ελευθερώσει. Αλλά και αν όχι, ας είναι σε σένα γνωστό, βασιλιά, ότι τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε, και τη χρυσή εικόνα, που έχεις στήσει, δεν την προσκυνούμε». 1

Η απόκριση του Ναβουχοδονόσωρ ήταν πολύ λιγότερο γαλήνια και συγκρατημένη. Έδωσε διαταγή να ρίξουν περισσότερα ξύλα στο καμίνι. Το αποτέλεσμα ήταν η φωτιά να γίνει τόσο δυνατή ώστε να κάψει και εκείνους που έριξαν τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδέ-νεγώ μέσα σ’ αυτήν. Όμως μέσα σε λίγα λεπτά, ο βασιλιάς αντιλήφθηκε κάτι το απροσδόκητο.

Όταν ο Βασιλιάς Ναβουχοδονόσωρ κοίταξε μέσα στις φλόγες, είδε τους τρεις νέους να περπατάνε και ανάμεσά τους – λάμποντας πιο δυνατά από τις φλόγες – ήταν ένας άλλος τον οποίον αναγνώρισε κάπως – ίσως επειδή ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά μας πιστεύω, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα τέτοιο θέαμα, δεν υπάρχει τρόπος να λαθέψουμε. Γνώριζε ότι ήταν ο Ιησούς, ο Γιος του Θεού και φώναξε τους θαρραλέους και γενναίους νέους να βγούνε από τη φωτιά.

Και αυτοί εξήλθαν άθικτοι, χωρίς καν τη μυρωδιά από την κάπνα πάνω στα ρούχα τους. Και ο βασιλιάς εξέδωσε άλλο ένα βιαστικό διάταγμα – «ότι κάθε λαός, έθνος, και γλώσσα, που θα μιλήσει κακό ενάντια στον Θεό τού Σεδράχ, του Μισάχ, και του Αβδέ-νεγώ, θα καταμελιστεί, και τα σπίτια τους θα γίνουν κοπρώνες· επειδή, δεν υπάρχει άλλος θεός, που να μπορεί να ελευθερώσει με τέτοιον τρόπο». 2

Τι έφερε τον Υιό του Θεού μέσα στο καμίνι της φωτιάς; Αυτοί οι τρεις νέοι ήταν μακριά από πατρίδα και αγαπημένους και από οτιδήποτε μπορούσε να τους προσφέρει κάποια στήριξη. Πιάστηκαν όμως από την πίστη τους και θεωρώ πως ήταν αυτή η πίστη που Τον έφερε δίπλα τους τη στιγμή που αυτοί Τον χρειάζονταν περισσότερο.

Είναι αυτό που Τον φέρνει δίπλα μας και σήμερα επίσης. Μια απλή προσευχή, μια απόφαση να Τον εμπιστευτούμε. Λίγα απλά λόγια ή μια απόφαση όταν δεν γνωρίζουμε προς τα πού πάνε τα πράγματα. Μια πίστη πως ακόμα και μέσα στις φλόγες, ο Θεός είναι ικανός να μας σώσει.

Ο Ιησούς, είναι πάντα ικανός από τον θρόνο της χάρης Του, να προστατεύει και να τιμά εκείνους που Τον εμπιστεύονται.

  1. Δανιήλ 3:16-18
  2. Δανιήλ 3:29