Ο παππούς μου, τον οποίο αποκαλούσα «Όπα» και εγώ ήμασταν πάρα πολύ καλοί φίλοι. Όξυνε τα ένστικτά μου και αγαπούσε τη φύση πάρα πολύ και αυτό μου το έδειχνε κάθε βδομάδα που πηγαίναμε πεζοπορία στην εξοχή.

Κάθε βδομάδα, περίμενα με ανυπομονησία τη στιγμή που οι γονείς μου, με άφηναν στο μικρό διαμέρισμα του Όπα και της Όμα, που βρισκόταν σε μια μικρή κωμόπολη στην καρδιά του βιομηχανικού κέντρου της Γερμανίας.

Ήταν το 1960 και εγώ ήμουν πέντε χρονών τότε. Ο Όπα εργάζονταν ως εργοδηγός σε ένα χαλυβουργείο και κάθε Παρασκευή απόγευμα καθόμουνα στο λοφάκι απέναντι απ’ τις τεράστιες σιδερένιες πύλες του εργοστασίου, περιμένοντας ανυπόμονα να ακουστεί η σειρήνα που σήμαινε το τέλος της εργασίας για την εβδομάδα. Παρακολουθούσα τους εκατοντάδες εργάτες που εξέρχονταν απ’ τις πλατιές πύλες, γεμάτοι χαρά για να απολαύσουν ένα Σαββατοκύριακο χαράς και οικογενειακής συντροφιάς.

Μόλις ξεχώριζα τον Όπα, κατηφόριζα απ’ το λοφάκι, τρέχοντας προς το μέρος του, τον αγκάλιαζα και αυτός με γύριζε γύρω-γύρω. Με μετέφερε έτσι για λίγο, μετά με άφηνε κάτω και εγώ χοροπηδούσα γύρω του, μιλώντας συνέχεια.

Όταν τελικά φθάναμε στον τέταρτο όροφο στο παλιό κτίριο με τα κόκκινα ξύλινα σκαλοπάτια και την κοινή τουαλέτα στον από κάτω όροφο, ο Όπα είχε μάθει για όσα μου είχαν συμβεί την εβδομάδα εκείνη.

Ο Όπα με άκουγε με ατέλειωτη υπομονή, κουνώντας το κεφάλι του και χαμογελώντας κάπου – κάπου. Όταν τελικά ήταν η σειρά του να μιλήσει, θα μου έλεγε για ώρες, υπέροχες και ζωηρές ιστορίες που πάντα άρχιζαν με το, «Μια φορά και ένα καιρό…» Οι ιστορίες του δεν ήταν πάντα χαρούμενες. Μου μιλούσε για τις δυσκολίες στη διάρκεια του πολέμου, την περιορισμένη διανομή φαγητού και τις ταλαιπωρίες που αντιμετώπιζαν, τον κρύο χειμώνα και τις νύχτες εκείνες που σκεπαζόταν μόνον με κουβέρτες και δεν είχαν κάρβουνα για τη σόμπα.

Περνούσαμε τόσο όμορφα στους πρωινούς περιπάτους μας κάθε Σαββατοκύριακο στο κοντινό δάσος, όπου ο Όπα με δίδαξε τις ονομασίες των δέντρων, των θάμνων με τα μούρα και περισσότερο απ’ όλα, πώς να βρίσκω το δρόμο της επιστροφής με το να θυμάμαι σημεία ορόσημα.

Η Όμα (η γιαγιά) μαγείρευε στη μεγάλη στόφα, την οποία χρησιμοποιούσαν επίσης και για να ζεστάνουν το διαμέρισμά τους. Τον χειμώνα, η ζέστη με το ζόρι έφτανε στο διπλανό υπνοδωμάτιο. Θυμάμαι επίσης ένα βαρύ σίδερο στο οποίο έβαζε κάρβουνα για να σιδερώσει τα πουκάμισα και τα ρούχα της δουλειάς του Όπα.

Στη διάρκεια των παγωμένων μηνών του χειμώνα, ντυνόμασταν με βαμβακερές πιτζάμες όταν ήταν ώρα για ύπνο και χωνόμασταν πολύ γρήγορα κάτω απ’ τα πουπουλένια παπλώματα. Εκείνες οι μέρες ήταν μέρες χαράς και ανεμελιάς, ήταν όμως επίσης μέρες που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μου και ενστάλαξαν μέσα μου μια καρδιά ευγνωμοσύνης.

Ο Όπα πέθανε όταν εγώ ήμουν 12 χρονών, αφήνοντας ένα κενό στη ζωή μου, όμως η αναχώρησή του με δίδαξε να προσεύχομαι και μερικές φορές ένοιωθα την παρουσία του, σαν μια απαλή φωνή συνείδησης που με κατεύθυνε και με ενθάρρυνε.

Έχοντας βιώσει την αξία του χρόνου με έναν παππού, προσπαθώ κι εγώ να αφιερώνω απρόσκοπτη προσοχή στα εγγόνια μου που ζούνε κοντά μου. Είναι μια υπέροχη επένδυση που ευλογεί τόσο εμένα όσο κι αυτά, όπως με δίδαξε ο Όπα τόσα χρόνια πριν.