Στο κεφάλαιο 15 του Λουκά, ο Ιησούς είπε την ακόλουθη ιστορία:

Ήταν ένας άνθρωπος που είχε δύο γιους· και ο πιο νέος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: «Πατέρα, δώσ’ μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει». Και τους μοίρασε τα υπάρχοντά του. Και ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μια μακρινή χώρα. 1

Αυτή η ασυνήθιστη απαίτηση απ’ τον μικρότερο γιο, πρέπει να είχε σοκάρει και να είχε σκανδαλίσει τους ακροατές που βρίσκονταν εκεί. Ο γιος ζητούσε να λάβει το μερίδιο απ’ την κληρονομιά, που κανονικά θα κληρονομούσε μετά τον θάνατο του πατέρα του, ενώ τώρα ο πατέρας του ήταν ακόμα ζων και υγιής. Οι ακροατές μάλλον θα περίμεναν απ’ τον Ιησού να τους πει, για το πώς ο πατέρας είχε εξαγριωθεί πάρα πολύ και ήταν έτοιμος να πειθαρχήσει τον γιο του.

Αντίθετα όμως, ο πατέρας συναινεί και μοιράζει την περιουσία του ανάμεσα στους γιους. Ο πιο νέος αποφασίζει να πουλήσει την κληρονομιά του και να πάρει μετρητά, δείχνοντας έτσι, οποιαδήποτε έλλειψη φροντίδας για το μέλλον του πατέρα του και στερώντας του μέρος από τα προϊόντα της γης, στην προχωρημένη ηλικία του.

Ο μεγαλύτερος γιος, ο οποίος έλαβε κι αυτός το δικό του μερίδιο απ’ την κληρονομιά επίσης, απέκτησε την κυριότητα της εναπομείνασας γης, όχι όμως και τον έλεγχό της. Όπως συνεχίζει η ιστορία, είναι προφανές ότι ο πατέρας συνεχίζει να είναι ο επικεφαλής του νοικοκυριού και του αγροκτήματος.

Οι κακοτυχίες του νεότερου γιου

Κατόπιν ο Ιησούς περιγράφει το τι συνέβη στον μικρότερο γιο: Και ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μια μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα. Και όταν τα ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ’ εκείνη τη χώρα, κι αυτός άρχισε να στερείται. 2

Αφότου εγκατέλειψε το σπίτι του πατέρα του, ο μικρότερος γιος πήγε και άρχισε να κάνει μια ασύδοτη και άτακτη ζωή, με αποτέλεσμα να ξοδέψει ό,τι είχε και δεν είχε. Αφού ξόδεψε όλα του τα χρήματα, έγινε πείνα στην περιοχή που βρισκόταν.

Γι’ αυτό πήγε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια. Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ’ αυτόν τίποτε. 3

Οι τότε ακροατές πρέπει να είχαν κατανοήσει σε τι σημείο είχε ξεπέσει και αυτό λόγω του ότι δούλευε ταΐζοντας γουρούνια. Τα γουρούνια θεωρούνταν ακάθαρτα σύμφωνα με τον νόμο και αργότερα αναφέρεται μέσα στα Εβραϊκά γραπτά, πως οποιοσδήποτε διέτρεφε γουρούνια ήταν καταραμένος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πεινούσε τόσο πολύ που ζήλευε ακόμα και την τροφή των γουρουνιών. Ήταν σε εκείνο το σημείο που «ήρθε στον εαυτό του».

Και αφού ήρθε στον εαυτό του, είπε: «Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα! Αφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: ‘Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου· και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου’». 4

Ο γιος αποφάσισε να επιστρέψει στον πατέρα του, να ομολογήσει ότι είχε σφάλει και ότι είχε αμαρτήσει. Ενθυμούμενος ότι οι «μισθωτοί» του πατέρα του είχαν αρκετό φαγητό για να φάνε, σκέφτηκε να ζητήσει απ’ τον πατέρα του να τον προσλάβει σαν έναν υπηρέτη.

Η επιστροφή

Και αφού σηκώθηκε, ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ακόμα απείχε μακριά, ο πατέρας του τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον φίλησε. 5

Ο γιος είχε ντροπιάσει τον πατέρα του, μπροστά σε όλο το χωριό. Μάλλον το σωστό θα ήταν για τον πατέρα, να αφήσει τον γιο να έλθει προς το μέρος του, περνώντας μέσα απ’ το χωριό αντιμετωπίζοντας τα απαξιωτικά βλέμματα των συγχωριανών του.  Αντίθετα όμως, ο πατέρας, γεμάτος συμπόνια τρέχει προς αυτόν, κάτι το οποίο πρέπει να έδειχνε αναξιοπρεπές, επειδή για να το κάνει αυτό, θα έπρεπε να σηκώσει τον μανδύα του με αποτέλεσμα να φανούν τα πόδια του. Η πρώτη κίνηση του πατέρα είναι να εναγκαλιστεί τον γιο του, πριν καν ακούσει αυτά που είχε να του πει ο γιος του.

Και ο γιος είπε σ’ αυτόν: «Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου». Και ο πατέρας είπε στους δούλους του: «Φέρτε έξω την καλύτερη στολή, και ντύστε τον, και δώστε του δαχτυλίδι στο χέρι του, και υποδήματα στα πόδια». 6

Ο γιος αρχίζει να λέει τα δικά του, όμως ο πατέρας δεν τον αφήνει να τελειώσει. Διατάσσει τους υπηρέτες να ντύσουν τον γιο με τα καλύτερα ρούχα, να του φορέσουν ένα δακτυλίδι και να βάλουν υποδήματα στα πόδια του.

Εκτός απ’ το ότι μεταφέρει ένα μήνυμα στους υπηρέτες και την κοινότητα εκεί, υπάρχει και ένα δυνατό μήνυμα για τον γιο επίσης. Αυτό το μήνυμα ήταν η συγχώρεση. Το καλωσόρισμα του πατέρα ήταν μια πράξη χάρης που ο γιος δεν την άξιζε. Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει ο γιος για να επανορθώσει το παρελθόν του. Ο πατέρας δεν ήθελε πίσω τα χαμένα χρήματα, ήθελε τον χαμένο του γιο.

«Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι, σφάξτε το, και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε». 7

Το να προετοιμαστεί ένα τέτοιο μεγάλο ζώο για τη γιορτή, υποδηλώνει ότι μάλλον όλοι οι κάτοικοι του χωριού θα παραβρισκόταν στη γιορτή εκεί. Και ο πατέρας αναφώνησε την αιτία για αυτή τη χαρμόσυνη γιορτή:

«Επειδή, αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε». Και άρχισαν να γιορτάζουν το γεγονός. 8

Ο μεγαλύτερος γιος

Ο πιο μεγάλος του γιος, όμως, ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν, και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και χορούς. Και προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρωτούσε τι σημαίνουν αυτά. Και εκείνος είπε σ’ αυτόν ότι: «Ήρθε ο αδελφός σου· και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, επειδή επέστρεψε ξανά υγιής». Και οργίστηκε, και δεν ήθελε να μπει μέσα. 9

Προς το τέλος της ημέρας και ενώ είχαν αρχίσει να γιορτάζουν, ο μεγαλύτερος γιος επέστρεψε απ’ τα χωράφια. Όταν άκουσε το τι είχε γίνει με τον μικρότερο αδελφό του, εξαγριώθηκε. Η παράδοση έλεγε πως σε μια τέτοιου είδους γιορτή, ο μεγαλύτερος γιος θα έπρεπε να παρευρίσκεται δίπλα στον πατέρα του, ως οικοδεσπότης, όμως ο μεγαλύτερος αδελφός δεν ακολουθεί την παράδοση και αρνείται δημόσια να εισέλθει στο σπίτι και να γιορτάσει, ενώ στη συνέχεια διαφωνεί με τον πατέρα του μπροστά σε όλους:

Βγήκε λοιπόν έξω ο πατέρας του, και τον παρακαλούσε. Και εκείνος απαντώντας είπε στον πατέρα: «Δες, τόσα χρόνια δουλεύω σε σένα, και εντολή σου ποτέ δεν παρέβηκα· και σ’ εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου· και όταν ήρθε αυτός ο γιος σου, αυτός που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό!» 10

Η αντίδραση του μεγαλύτερου γιου, δείχνει ασέβεια, πικρία και μνησικακία, όμως ποια είναι η αντίδραση του πατέρα; Ακριβώς όπως έκανε και με τον άλλο χαμένο του γιο – η αντίδρασή του είναι γεμάτη με αγάπη, ευγένεια και έλεος. Του λέει: «Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου· και όλα τα δικά μου είναι δικά σου·»11

Και οι δύο γιοι φαίνεται να έχουν μια προβληματική σχέση με τον πατέρα τους, κάτι το οποίο αυτός επιθυμεί να διορθώσει. Και οι δύο γιοι χρειάζονται συμφιλίωση και αποκατάσταση της σχέσης τους με τον πατέρα τους. Και οι δύο γιοι δέχονται την ίδια αγάπη απ’ τον πατέρα τους.

Η τελευταία δήλωση του πατέρα εκφράζει τη χαρά που νοιώθει, επειδή ο μικρότερος γιος που είχε χαθεί, τώρα έχει βρεθεί ξανά. «Έπρεπε, όμως, να ευφρανθούμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε». 12 Εναπομένει στον ακροατή να φανταστεί από μόνος του, για το αν ο μεγαλύτερος γιος, ο οποίος ήταν και αυτός χαμένος, θα βρισκόταν κι αυτός και θα αποκαθιστούσε και τη δική του σχέση με τον πατέρα του, επειδή δεν μας αναφέρεται η απάντηση του μεγαλύτερου γιου.

Αυτή η παραβολή μας λέει κάτι όμορφο για τον Θεό, τον Πατέρα μας, ο Οποίος είναι πλήρης συμπόνιας, χάριτος, αγάπης και ελέους. Όπως και ο πατέρας στην ιστορία που μας ειπώθηκε, Αυτός μας επιτρέπει να κάνουμε τις δικές μας επιλογές και ανεξάρτητα από ποιες είναι αυτές οι επιλογές και όπου και αν μας φέρουν, Αυτός μας αγαπά. Θέλει καθένας, που έχει περιπλανηθεί, που έχει χαθεί, που έχει μια αθετημένη σχέση μαζί Του, να επιστρέψει ξανά σ’ Αυτόν. Τους προσμένει και τους καλωσορίζει με ανοικτή αγκαλιά, με μεγάλη χαρά και με γιορτή. Συγχωρεί, αγαπά και καλωσορίζει.

Ο κάθε άνθρωπος αγαπιέται πάρα πολύ απ’ τον Πατέρα. Ο Ιησούς έδωσε τη ζωή Του για κάθε άνθρωπο. Ο Θεός είναι πολυέλαιος, γεμάτος αγάπη και χάρη και μας έχει καλέσει, ως αντιπροσώπους Του, να κάνουμε ό,τι έκανε και ο Ιησούς – να αγαπάμε τους αναξιαγάπητους και να αναζητάμε εκείνους που έχουν χαθεί και να τους βοηθάμε να επανέλθουν και να ανταποκρινόμαστε με χαρά και γιορτή όταν εκείνος που είχε χαθεί, βρίσκεται ξανά.

  1. Λουκά 15:1-13
  2. Λουκά 15:13-14
  3. Λουκά 15:15-16
  4. Λουκά 15:17-19
  5. Λουκά 15:20
  6. Λουκά 15:21-22
  7. Λουκά 15:23
  8. Λουκά 15:24
  9. Λουκά 15:25-28
  10. Λουκά 15:28-30
  11. Λουκά 15:31
  12. Λουκά 15:32