Ο πατέρας μου έζησε μέχρι την ηλικία των 101 ετών, η μητέρα μου μέχρι τα 99 και ήταν παντρεμένοι για περισσότερα από 75 χρόνια! Επέζησαν δύο παγκοσμίων πολέμων, είχαν εννέα παιδιά, αν και τα δίδυμα που γεννήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επέστρεψαν στον ουρανό μετά τη γέννησή τους. Είχαν 19 εγγόνια και 19 δισέγγονα.

Καθώς γερνούσαν και εξασθενούσαν όλο και περισσότερο, ο καθένας που τους γνώριζε, ήταν έκπληκτος από το πόσο καλά τα πήγαιναν. Ζούσαν στο δικό τους σπίτι με τη βοήθεια μιας υπηρέτριας, ενώ τα αδέλφια μου και οι αδελφές μου έκαναν τα ψώνια τους, κούρευαν το γρασίδι, κτλ, μέχρι που μετακόμισαν σε έναν οίκο ευγηρίας τους τελευταίους μήνες της ζωής τους. Είχαν ένα υπέροχο άγαλμα της μητέρας του Ιησού, της Μαρίας κτισμένο στον μπροστινό τοίχο του σπιτιού τους και στην είσοδο του σπιτιού, ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν γιατρός, είχε τη ράβδο του Μωυσή με τον όφη πάνω του.

Σε μια βεράντα στο πίσω μέρος του σπιτιού, είχαν ένα χρωματιστό μωσαϊκό εντοιχισμένο, που απεικόνιζε το πρώτο θαύμα του Ιησού, όταν Αυτός μετέτρεψε το νερό σε κρασί. Οι γονείς μου συνήθιζαν να πίνουν κρασί κάθε βράδυ μέχρι τα τελευταία τους χρόνια. Ζούσαν σε μια από τις καλύτερες οινοπαραγωγικές τοποθεσίες του Ρήνου. Πήγαιναν στους οινοπαραγωγούς με την οικογένειά τους και φίλους τους να αγοράσουν και να δοκιμάσουν κρασιά. Όλοι παίρνανε από ένα μικρό ποτηράκι, δοκίμαζαν το κρασί και προσπαθούσαν να μαντέψουν από ποια περιοχή και ποια χρονιά προερχόταν, τι είδους σταφύλι ήταν και όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσαν χωρίς να δούνε την ετικέτα πάνω στο μπουκάλι.

Όταν ο πατέρας μου βγήκε στη σύνταξη, άρχισε να μελετά ιστορία. Είχε πει ότι έπρεπε να κάνει κάτι για να κρατήσει το μυαλό του σε εγρήγορση. Έκανε συλλογή από νομίσματα και γραμματόσημα από το Βατικανό γι’ αυτό και αποφάσισε να κάνει μια μελέτη για τη ζωή του κάθε Πάπα. Επίσης εργαζόταν καθημερινά στον κήπο του. Συνήθιζε να λέει, «Αν δεν είχα τον κήπο μου, θα είχα πεθάνει πριν από πολύ καιρό». Η μητέρα μου πήγαινε καθημερινά για περίπατο με το μπαστούνι της και διάβαζε βιβλία καθημερινά.

Μια φορά, μια στενή φίλη της οικογένειάς μας τη ρώτησε, «Με τόσο μεγάλη οικογένεια, πρέπει να αντιμετωπίζεις πολλά προβλήματα. Πώς τα φέρνεις βόλτα;» Η μητέρα μου της αποκρίθηκε, «Στο σπίτι έχω μια σιφονιέρα με συρτάρια. Ένα συρτάρι το αποκαλώ ‘συρτάρι της ανέχειας’. Αν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα, το βάζω σε αυτό το συρτάρι και συνεχίζω». Η φίλη της είπε, «Όμως μετά από κάποιο καιρό, το συρτάρι αυτό πρέπει να είναι γεμάτο, έτσι δεν είναι; Τότε τι κάνεις;» Η απόκριση της ήταν, «Πάντα κατακάθονται και έτσι υπάρχει χώρος για περισσότερα».

Η μητέρα μου δούλεψε σκληρά για να μεγαλώσει επτά παιδιά – πέντε απ’ αυτά ήταν αγόρια γεμάτα ζωηράδα – και είχε να κάνει με τις τρέλες που έκαναν μερικοί από εμάς, όμως δεν θυμάμαι ούτε μια φορά να μας είχε βάλει τις φωνές. Οι γονείς μας έκαναν πάντα μεγάλη οικονομία. «Κληρονομούσαμε» ρούχα ο ένας αδελφός από τον μεγαλύτερο. Και ποτέ δεν σπαταλούσαμε φαγητό.

Οι γονείς μου πίστευαν στον Ιησού όλη τους τη ζωή και Αυτός τους είχε βοηθήσει να επιβιώσουν πολέμους, δυσκολίες και στέρηση. Ο πατέρας μου πάντα δόξαζε τον Θεό και έλεγε: «Είναι μόνο η χάρη Του!»

Πριν μερικά χρόνια, ρώτησα τους γονείς μου, αν υπήρχε κάτι στη ζωή τους που θα ήθελαν να είχε γίνει διαφορετικά. Και οι δύο τους απάντησαν συγχρόνως, «Τίποτα!» Στο οποίο ο πατέρας μου πρόσθεσε, «Έχουμε επτά παιδιά που τα πάνε καλά μεταξύ τους. Τι περισσότερο να θέλαμε;» Οι γονείς μου λατρεύουν τα παιδιά! Όταν η σύζυγός μου και εγώ υιοθετήσαμε ένα ορφανό κοριτσάκι από το Κονγκό, στην αρχή μερικά από τα αδέλφια μου δυσανασχέτησαν, οι γονείς μου όμως το αποδέχθηκαν αμέσως.

Οι γονείς αγαπιόντουσαν πάρα πολύ. Η τελευταία τους επιθυμία στη ζωή ήταν ότι όταν φύγει ο ένας, ο άλλος να ακολουθήσει σύντομα. Και αυτό ακριβώς συνέβη, με διαφορά τριών εβδομάδων. Επίσης ευχόντουσαν οι άνθρωποι να μην ξοδέψουν πολλά χρήματα σε στεφάνια και λουλούδια για το μνήμα τους. «Γιατί να το κάνετε;» ρωτούσαν. «Εμείς θα είμαστε στον ουρανό! Δεν τα χρειαζόμαστε τα λουλούδια». Αντί να αγοράσουν λουλούδια, ο κόσμος συνείσφερε οικονομικά σε ένα νοσοκομείο στη Βηθλεέμ και στο σχολείο μας στο Κονγκό. Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει πριν πολλά χρόνια, «Η βαλίτσα μου είναι έτοιμη και είμαι έτοιμος να αναχωρήσω».

Αν και δεν τους ήταν εύκολο να βλέπουν ένα από τα παιδιά τους να φεύγει για το αποστολικό πεδίο, στην πορεία όμως τους έδωσε πολύ χαρά και οι ίδιοι με βοήθησαν και οικονομικά στην αποστολή μου. Είμαι σίγουρος πως οι προσευχές τους με βοήθησαν πολλές φορές όταν βρέθηκα σε πολύ δύσκολες καταστάσεις.

Ο κόσμος θαύμαζε το πώς γελούσαν και αστειεύονταν συνέχεια. Ο πατέρας μου αγαπούσε να λέει αστεία, το ένα μετά το άλλο, ακόμα και αν σου τα είχε ξαναπεί. Έτσι κι αλλιώς είχε ζήσει όλη του τη ζωή στο Mainz, τον τόπο γέννησης του Γουτεμβέργιου, και επίσης μια πόλη πολύ γνωστή στην Γερμανία για το χιούμορ της.

Στα τελευταία του χρόνια, είχα παρατηρήσει πόσο δύσκολο του ήταν να βάλει το σακάκι του, όταν όμως προσπάθησα να τον βοηθήσω, μου είπε, «Όχι ευχαριστώ, πρέπει να το κάνω μόνος μου». Αυτό δίδαξε κι εμένα να μην τα παρατώ εύκολα.

Η Βίβλος λέει, «Γιε μου, μη λησμονείς τους νόμους Μου, και η καρδιά σου ας τηρεί τις εντολές Μου· επειδή, θα σου προσθέσουν μακρότητα ημερών, και χρόνια ζωής, και ειρήνη». 1 Και αυτό βγήκε σίγουρα αληθινό στην περίπτωση των γονιών μου.

  1. Παροιμίες 3:1-2