Διάβασα κάποτε πως ένας καλός πατέρας προετοιμάζει τα παιδιά του για τη σχέση τους με τον επουράνιο Πατέρα μας, τον Θεό.

Μάλλον ο πατέρας μου δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, όμως κάτι που διαμόρφωσε τη ζωή μου, ήταν μια συζήτηση που αυτός κι εγώ είχαμε μαζί ενώ καθόμασταν πάνω σε έναν λοφίσκο αντίκρυ στο σπίτι μας ένα καλοκαίρι, όταν εγώ ήμουν 18 χρονών. Πιθανόν να μην το θυμάται καν – έτσι απλός ήταν πάντοτε ο χαρακτήρας του, ένα άτομο που καθοδηγούσε με αγάπη και σοφία χωρίς να επιβάλει τη συμβουλή του.

Εκείνη την ημέρα συζητήσαμε για τα πάντα και του ανέφερα για τον φίλο που είχα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε και πού θα κατάληγε μάλλον εκείνη η φιλία μου. Δεν θυμάμαι να του τα εξήγησα όλα, όμως θυμάμαι πόσο άβολα ένοιωσα. Αφού του τα είπα όλα, τον κοίταξα και τον ρώτησα με μια απόγνωση, «Λοιπόν τι να κάνω, Μπαμπά; Πες μου τι να κάνω».

«Δύσκολη είναι αυτή η απόφαση», άρχισε να μου λέει, «όμως είσαι 18. Είσαι ενήλικας τώρα. Δεν θα σου πω τι να κάνεις, επειδή γνωρίζεις ήδη τι πρέπει να κάνεις».

Τον κοίταξα ανέκφραστη. Μα δεν ήμουν ενήλικας ακόμα – τουλάχιστον δεν ένοιωθα έτσι. Ήμουν μόνο 18 και δεν ήξερα τι μου γινόταν. Μια στιγμή όμως – ναι, ήξερα. Σε εκείνη την κατάσταση ήξερα ακριβώς τι έπρεπε να κάνω. Όχι ότι ήθελα να το κάνω, όμως ήξερα και στο τέλος κατέληξα να κάνω το σωστό επειδή κυρίως ο Μπαμπάς μου πίστευε ότι θα το έκανα, ότι δηλαδή, ήμουν ικανή να το κάνω.

Δεν ήταν βέβαια και η κάθε απόφαση που πήρα από τότε και μετά και η καλύτερη, όμως εκείνη η συζήτηση με βοήθησε να τραβήξω το μονοπάτι της ανεξαρτησίας και με έκανε να πιστέψω ότι μπορούσα να τα καταφέρω στη ζωή. Γνωρίζοντας ότι κάποιος πίστευε σε μένα, με βοήθησε αργότερα με τις ακόμα πιο δύσκολες αποφάσεις που έπρεπε να πάρω.

Αυτό που έκανε ξεκάθαρο ο Μπαμπάς μου, δεν ήταν το ότι πίστευε μόνο σε μένα, αλλά και το ότι με αγαπούσε ανιδιοτελώς. Ανεξάρτητα απ’ τις επιλογές που κάνω, θα είμαι πάντα η κόρη του και πάντα θα με αγαπάει. Από όλα τα δώρα που έλαβα απ’ αυτόν, είμαι περισσότερο ευγνώμων γι’ αυτή τη διαβεβαίωση.

Χρειάστηκα λίγο καιρό, αλλά με το πέρασμα του χρόνου αντιλήφθηκα ότι η αγάπη και η εμπιστοσύνη του πατέρα μου, απεικόνιζαν τον Θεό και τη δική Του αγάπη και εμπιστοσύνη.

Ο Θεός μας διδάσκει πρώτα να περπατάμε και μετά μας αφήνει να τρέχουμε μόνοι μας, πιστεύοντας ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, όμως βρίσκεται πάντα δίπλα μας όποτε εμείς σκοντάψουμε ή χρειαστούμε βοήθεια. «Είσαι ένα ξεχωριστό άτομο», μας λέει Αυτός, «το οποίο μπορεί να κάνει κάτι υπέροχο για Εμένα και τους άλλους». Και όταν εμείς τα θαλασσώνουμε, όπως κάνουμε συχνά, Αυτός μας ψιθυρίζει, «Ό,τι και να κάνεις, πάντα θα σε αγαπώ», και μας βοηθάει να τα πάμε καλύτερα.

Σ’ ευχαριστώ Μπαμπά, ήσουν το δώρο της αγάπης του Θεού σε σάρκα και οστά!