«Αν μπορέσουμε να ανεβούμε αυτό το βουνό, δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορούμε να καταφέρουμε μαζί!»

Θυμάμαι τον πατέρα μου να προσπαθεί να χαμογελάσει και να δείχνει αισιόδοξος καθώς μας έδειχνε ένα βουνό γεμάτο βράχους, περίπου 30 μέτρα από το δρόμο που ταξιδεύαμε. Εγώ ήμουν 13 χρονών τότε και ταξιδεύαμε με τον πατέρα μου και τον μεγαλύτερο αδελφό μου, μέσα απ’ τις καυτές και βραχώδεις ερήμους του Μεξικού επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες για να φροντίσουμε κάποιες δουλειές.

Οι γονείς μου ήταν πλήρους απασχόλησης σε μια Χριστιανική αποστολή στο Μεξικό και μου άρεσε πάρα πολύ να βρίσκομαι μαζί τους όπου και να  πήγαιναν. Η ζωή εκεί ήταν τόσο όμορφη και την απολάμβανα με όλη τη σημασία της λέξεως.

Όμως εκείνη τη φορά, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Οι γονείς μου είχαν κάποιες δυσκολίες στον γάμο τους και είχαν αποφασίσει να ζήσουν χωριστά για λίγους μήνες. Η μητέρα μου είχε μετακομίσει πριν από λίγες βδομάδες και εγώ ανησυχούσα και αναρωτιόμουν αν θα ξαναγύριζε.

Στο περισσότερο ταξίδι, μπορούσα να δω ότι ο πατέρας μου ένοιωθε πολύ άσχημα με την όλη κατάσταση. Φαινόταν λυπημένος, ανήσυχος και κουρασμένος. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά με μια αίσθηση βαρυθυμίας και ανασφάλειας. Την ίδια στιγμή και οι τρείς μας αρχίσαμε να νοιώθουμε άρρωστοι με πονοκεφάλους, μάλλον απ’ την πολλή ζέστη συν την ψυχολογική φόρτιση. Ένοιωθα πως πολύ εύκολα θα μπορούσα να ξεσπάσω σε κλάματα. Αυτό συνεχίστηκε για όλη σχεδόν την ημέρα όταν ξαφνικά, στο μέσο του πουθενά, ο πατέρας μου σταμάτησε το αυτοκίνητο.

Θυμάμαι ακόμα το πρόσωπο του πατέρα μου. Με δυσκολία κράταγε τα δάκρυά του καθώς βγήκε απ’ το αυτοκίνητο και μας είπε να τον ακολουθήσουμε. Διστακτικά – όπως κάνουν συνήθως οι έφηβοι – βγήκαμε απ’ το αυτοκίνητο. Κάπου 30 μέτρα πιο πέρα υπήρχε ο τεράστιος πέτρινος όγκος ενός βουνού ενώ δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιο μονοπάτι που να έβγαζε στην κορυφή του.

Ο ήλιος ένοιωθε καυτός πάνω στα κεφάλια μας, καθώς κοιτούσαμε ψηλά με μισόκλειστα μάτια τους βράχους, και μετά κοιτούσαμε γρήγορα τριγύρω μας να βεβαιωθούμε ότι δεν υπήρχαν τίποτα περιπλανώμενοι κροταλίες ή κογιότ. Καθίσαμε εκεί για λίγο, αναρωτώμενοι για το τι έπρεπε να κάνουμε, όταν ο πατέρας, μας είπε το εξής:

«Αν μπορέσουμε να ανεβούμε αυτό το βουνό, δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορούμε να καταφέρουμε μαζί!»

Κατά κάποιο τρόπο καταλάβαμε ότι αυτό θα ήταν το βάλσαμο που θα θεράπευε τον καθένα μας.

Όλως περιέργως, ο αδελφός μου κι εγώ, όσο απαίσια και αν νοιώθαμε, δεν διαφωνήσαμε μαζί του. Ενώ στεκόμουν εκεί ατενίζοντας αυτόν τον πέτρινο όγκο, πραγματικά ένοιωθα την πρόκληση να δοκιμάσω να τον ανέβω. Αν και νοιώθαμε κουρασμένοι, άρρωστοι και στενοχωρημένοι, όμως καθώς κοιτούσαμε την κορυφή, ήξερα πως θα νοιώθαμε καλά όταν φθάναμε εκεί πάνω, έχοντας κατακτήσει τους βράχους.

Αφήσαμε το φορτηγάκι μας στην άκρη του δρόμου και χωρίς να κοιτάξουμε προς τα πίσω ή να πάρουμε κάτι μαζί μας, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Μετά από δέκα λεπτά αναρρίχησης, πιάσαμε μικρές κουβεντούλες καθώς προσπερνούσαμε δίπλα από πέτρινους όγκους και απότομες ρωγμές – λέγοντας ένα «Ευχαριστώ πατέρα» ή ένα «Ει καλά τα πήγες!» Αυτό μας έκανε να νοιώθουμε καλύτερα και μας βοήθησε να συνεχίσουμε την αναρρίχηση.

Όσο σκέπτομαι ξανά την αναρρίχησή μας εκείνη, ήταν λες και κάθε μας βήμα προς την κορυφή απάλυνε τις πληγές και τους φόβους μας. Σηκώναμε τα χέρια μας γεμάτοι χαρά και λέγαμε στον Ιησού, «Εσένα εμπιστευόμαστε».

Υπήρχαν τόσα πολλά ανακατεμένα συναισθήματα και ανείπωτα ερωτήματα μες την καρδιά μου. Προσπαθούσα να μείνω δυνατή για χάρη του πατέρα μου και ούτε που είχα αντιληφθεί ότι υπήρχαν τέτοια συναισθήματα και φόβοι μέσα μου. Όμως καθώς ανεβαίναμε όλο και πιο ψηλά, ένοιωθα λες και τα βάρη και οι ανησυχίες γλίστραγαν από πάνω μου και χανόντουσαν πίσω απ’ τους τεράστιους ογκόλιθους που προσπερνούσαμε.

Μας πήρε δύο ίσως και τρεις ώρες κάτω απ’ τον καυτό ήλιο για να φθάσουμε στην κορυφή. Όμως όταν φθάσαμε εκεί πάνω, ο ήλιος είχε αρχίσει ήδη να δύει δημιουργώντας μια εικόνα απαράμιλλης ομορφιάς, πλημυρισμένη από κίτρινα και πορτοκαλί χρώματα ενώ παράλληλα φυσούσε και ένα απαλό αεράκι. Είχαμε μείνει άφωνοι, τόσο από την αναρρίχηση όσο και από την πανοραμική ομορφιά που αντικρίζαμε. Γελάσαμε, συζητήσαμε και νοιώσαμε μέσα μας την αγάπη του υπέροχου Δημιουργού μας. Ξεχάσαμε τις στεναχώριες μας και τα χαμόγελα επέστρεψαν στα πρόσωπά μας. Όσο εξουθενωμένοι και να ήμασταν, θυμάμαι ότι νοιώθαμε τόσο ζωντανοί και τόσο ελεύθεροι.

Κατεβήκαμε απ’ το βουνό νοιώθοντας αλλαγμένοι και ανανεωμένοι και ήξερα μέσα μου ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Και πήγαν καλά και οι γονείς μου τελικά ξεδιάλυναν τις διαφορές τους και η μητέρα μου ξαναγύρισε. Ο Θεός μας είχε αγγίξει μέσα απ’ την ομορφιά της δημιουργίας Του και την απλή απεικόνιση μιας αναρρίχησης πάνω σε ένα βουνό. Μας έδειξε πως δεν υπήρχε εμπόδιο που να μην μπορούσαμε να ξεπεράσουμε ενώ συγχρόνως μας διαβεβαίωνε για την αγάπη Του και την παρουσία Του.

Εδώ είναι δύο λόγοι που ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη την αναρρίχηση:

Ο πρώτος είναι για το πόσο καθαρά ένοιωσα την παρουσία του Ιησού. Καθώς στάθηκα πάνω στην κορυφή εκείνου του πέτρινου βουνού, ένοιωσα ευτυχισμένη, ασφαλής και γεμάτη αγάπη, όταν όλα μου τα προηγούμενα συναισθήματα με έκαναν να νοιώθω εντελώς το αντίθετο. Αυτό ήταν αφύσικο και εξωπραγματικό.

Ο δεύτερος λόγος ήταν, ότι μου έγινε κατανοητό το γεγονός ότι εγώ η ίδια δεν χρειαζόταν να «θεραπεύσω» τον εαυτό μου. Δεν χρειαζόταν να παλέψω για να υπερβώ τα συναισθήματά μου. Δεν χρειαζόταν να κουραστώ για να το κάνω αυτό. Δεν έπεσα στα γόνατά μου γεμάτη αγωνία και απόγνωση. Το μόνο που έκανα, ήταν να χαλαρώσω και να αφήσω τον Ιησού να μου μιλήσει σιωπηλά, μέσα από τον άνεμο και τα βουνά και μέσα από εκείνο το αίσθημα χαράς όταν εμείς φθάσαμε στην κορυφή. Ήταν λες και βρέθηκα μέσα στη δική Του δυνατή αγκαλιά με την πίστη ότι Αυτός θα με προστάτευε.