Οι χειρότεροι φόβοι με έζωσαν την ημέρα που μπήκα στο νοσοκομείο. Έτρεμα στην ιδέα να κάνω εισαγωγή στο τεράστιο, δυσοίωνο εργοστάσιο υγείας, όπου απρόσωποι γιατροί θα μελετούσαν τα συμπτώματά μου με ένα απαθές επαγγελματικό βλέμμα και οι νοσοκόμες θα εμφανίζονταν στις πιο ακατάλληλες ώρες για να δουν πόσο πυρετό έχω, να μου κάνουν μια ένεση ή να μου δώσουν να πιω έναν αδύναμο καφέ.

Θεέ μου, πάρε με από δω!

Μην ανησυχείς, απάντησε Εκείνος.

Πώς μπορείς και το λες αυτό; Το μισώ αυτό το μέρος!

Ήμουν σίγουρος πως ο Θεός με είχε μπερδέψει για κάποιον άλλον. Δεν έπρεπε να βρίσκομαι εδώ. Γιατί εγώ;

Μην ανησυχείς, επανέλαβε ο Θεός. Είμαι μαζί σου κάθε στιγμή.

Κάθε στιγμή;

Ναι, γιε μου. Κάθε στιγμή!

Η σκέψη αυτή μου έδωσε κάποια γαλήνη. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και προσπάθησα να χαλαρώσω. Όμως συνέχισα να ανησυχώ κάπως. Συνέχισα να νοιώθω νευρικός όταν ένας άλλος γιατρός εμφανίστηκε και κοίταξε την καρτέλα των διαγραμμάτων που κρεμόταν στο κρεβάτι μου.

Οι νοσοκόμες συνέχισαν να μου βάζουν το θερμόμετρο. Με τρυπούσαν κάθε πρωί με τις βελόνες τους, όμως εγώ έβλεπα και τον Θεό να μου χαμογελά επίσης.

Όλα πάνε καλά, παιδί μου. Στο είπα, είμαι μαζί σου.

Και αυτό βοήθησε. Ένοιωσα γαλήνη. Όχι του είδους τη γαλήνη που νοιώθεις όταν κάθεσαι σε ένα παγκάκι κοντά στη λίμνη ανάμεσα στα βουνά και ακούς τα πουλάκια να τραγουδάνε στον Δημιουργό. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε κάποια γαλήνη και ίσως από κάποια άποψη να ήταν ακόμα καλύτερη και από το να βρίσκεσαι κοντά σε μια λίμνη.

Προφανώς το αντιλήφθηκαν και οι άλλοι επίσης.

Την ημέρα που βγήκα από το νοσοκομείο, κάποιος που δεν είχα δει ποτέ μου πριν, με πλησίασε και με ρώτησε,

«Μπορώ να σου πω κάτι;»

«Βεβαίως».

«Πιστεύεις στον Θεό, έτσι δεν είναι;»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Πριν δύο βδομάδες, με έφεραν στα επείγοντα. Πήγαινα διακοπές, όμως κατέληξα στο νοσοκομείο. Σκεφτόμουν σοβαρά να πηδήξω από το παράθυρο. Μετά είδα εσένα».

Και τι έχει να κάνει αυτό με μένα; αναρωτήθηκα.

«Ήσουν τόσο ήρεμος. Δεν είχες άγχος. Αναρωτιόμουνα γιατί και μετά είδα τη Βίβλο δίπλα στο κρεβάτι σου. Και τότε κατάλαβα πως ο Θεός ήταν μαζί μου. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάμαι».

Έσφιξε το χέρι μου και με ευχαρίστησε θερμά που τον βοήθησα.

Τον βοήθησα; Δεν είχα κάνει κάτι τέτοιο. Εγώ ήμουν απασχολημένος με τους δικούς μου φόβους.

Όμως τότε άκουσα τον Θεό ξανά να μου λέει: Στο είπα, είμαι μαζί σου κάθε στιγμή. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι.