Η Βίβλος έχει πολλά να μας διδάξει, όσον αφορά τη γενναιοδωρία, επειδή είναι ένα πολύ σημαντικό γνώρισμα της Χριστιανικής ζωής και σαν οπαδοί του Ιησού, μας έχει ειπωθεί να είμαστε γενναιόδωροι και χαρωποί δότες. Όμως ξέρω πως πολλές φορές νοιώθω να έχω στερέψει, να έχω ξοδευτεί και να έχω απομείνει με πολύ λίγους πόρους διανοητικά, σωματικά, πνευματικά και οικονομικά. Θέλω να δώσω, όμως έχω ξεμείνει και ίσα-ίσα τα καταφέρνω μέχρι το τέλος της ημέρας.

Αυτό φέρνει στον νου μια ιστορία απ’ τη Βίβλο. Η γη του Ισραήλ και όλες οι γύρω περιοχές έχουν ξηρασία και πείνα. Δεν έχει βρέξει για πολλά χρόνια και οι άνθρωποι κυριολεκτικά λιμοκτονούν. Ο προφήτης Ηλίας ως εκ θαύματος ζει κοντά σε ένα ρυάκι, όμως μια μέρα, ο Θεός τον καλεί να πάει προς τα Σαρεπτά, μια μικρή πόλη στην ξένη χώρα της Σιδών. Στα περίχωρα της πόλης συναντά μια χήρα η οποία μαζεύει ξυλαράκια και της ζητάει λίγο νερό.

«Κι ενώ πήγε για να το φέρει, της φώναξε, και της είπε: ‘Φέρε μου, παρακαλώ, και ένα κομμάτι ψωμί στο χέρι σου’. Κι εκείνη είπε: ‘Ζει ο Κύριος ο Θεός σου, δεν έχω ψωμί, αλλά μόνον μια χεριά αλεύρι στο πιθάρι, και λίγο λάδι στο σταμνί· και δες, μαζεύω δύο ξυλαράκια, για να πάω και να το φτιάξω για τον εαυτό μου, και για τον γιο μου, και να το φάμε, και να πεθάνουμε’.

«Και ο Ηλίας τής είπε: ‘Μη φοβάσαι· πήγαινε, κάνε όπως είπες· αλλά, απ’ αυτό κάνε πρώτα σε μένα μια μικρή πίτα, και φέρ’ την σε μένα, και έπειτα κάνε για τον εαυτό σου, και για τον γιο σου· επειδή, έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ: Το πιθάρι με το αλεύρι δεν θα αδειάσει ούτε το σταμνί με το λάδι θα ελαττωθεί, μέχρι την ημέρα κατά την οποία ο Κύριος θα δώσει βροχή επάνω στο πρόσωπο της γης!’» 1

Είμαι σίγουρη ότι η χήρα αυτή, που αντιμετώπιζε επικείμενη λιμοκτονία, ένοιωθε πολύ πιο εξουθενωμένη από εμένα. Αναρωτιέμαι τι την παρακίνησε να δώσει με προθυμία στον προφήτη να πιει νερό, πριν καν αυτός της πει την υπόσχεση του Θεού; Μήπως σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή, πως δεν είχε τίποτα να χάσει; Μια και ήταν από άλλη χώρα, ίσως να μην γνώριζε ούτε να πίστευε στον Θεό του Ισραήλ, κι όμως ήταν πρόθυμη να δώσει ό,τι λίγο της είχε απομείνει στον προφήτη του Θεού.

Συχνά σκεπτόμαστε τη γενναιοδωρία το να δίνουμε απ’ την αφθονία μας, όμως τι γίνεται αν είναι το να δίνουμε απ’ την ανεπάρκειά μας; Μήπως όταν δίνουμε έστω και όταν δεν έχουμε τον χρόνο, τη δύναμη, τη χάρη, τη σοφία και τους πόρους, αυτό να προσφέρει στον Θεό την ευκαιρία να κάνει πράγματα που δεν θα είχε κάνει, αν εμείς νοιώθαμε «πλήρεις» έχοντας το καθετί;

Δεν γνωρίζω αν η χήρα αυτή είχε ποτέ της μια αποθήκη γεμάτη τρόφιμα, όμως μπορώ να φανταστώ πως για τα επόμενα χρόνια, κάθε φορά που έβγαζε λάδι απ’ το σταμνί ή έπαιρνε αλεύρι απ’ το πιθάρι, μάλλον ξαναθυμόταν πως ο Θεός πήρε αυτό το λίγο που της είχε απομείνει και την ξεπλήρωσε με μια αδιάκοπη παροχή τροφής.

Έτσι ίσως κι εγώ δεν έχω κληθεί να είμαι γενναιόδωρη λόγω της αφθονίας μου (αν και αναγνωρίζω πως έχω πολύ περισσότερα απ’ ό,τι πολλοί άλλοι). Ίσως έχω κληθεί να δίνω λόγω της πίστης μου στον Θεό, γνωρίζοντας ότι αυτό που έχω, ανήκει πρώτα σ’ Αυτόν και είναι προς δική Του δόξα.

  1. Βασιλέων Α’ 17:11-14