Στην πόλη της Καπερναούμ στο Ισραήλ, ζούσε ένας προεξέχων αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, ένας εκατόνταρχος υπεύθυνος για μια φρουρά αποτελούμενη από εκατό στρατιώτες. Αυτός και οι άντρες του παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Ιησού από τότε που άρχισε το έργο Του εκεί. Ήταν καθήκον τους να βεβαιωθούν ότι αυτός ο Γαλιλαίος δεν έκανε ή δεν έλεγε τίποτα για να υποκινήσει μια εξέγερση εναντίον της Ρώμης. Όμως αφού αυτός ο εκατόνταρχος άκουσε τον Ιησού κατά καιρούς να διδάσκει τους ανθρώπους για τη βασιλεία και την αγάπη του Θεού, είχε αρχίσει να σέβεται τον Ιησού, συνειδητοποιώντας ότι η βασιλεία στην οποία αναφερόταν, δεν ήταν καθόλου μια απειλή για τη Ρώμη.

Μια μέρα, όταν ένας απ’ τους πιο έμπιστους δούλους του εκατόνταρχου αρρώστησε θανάσιμα, σκέφτηκε όλα όσα είχε κάνει ο Ιησούς για τους ασθενείς και τους χωλούς και αναρωτήθηκε μέσα του: «Θα μπορούσε μήπως να θεραπεύσει και τον δικό μου δούλο;» Όμως πώς θα μπορούσε αυτός, που ήταν Ρωμαίος, να προσεγγίσει έναν Ιουδαίο για βοήθεια σε μια εποχή που οι περισσότεροι Ιουδαίοι καταφρονούσαν τα στρατεύματα του Καίσαρα; Θα μπορούσε μήπως αυτός ο Ιησούς, γνωστός για την αγάπη και τη φροντίδα Του για όλους τους ανθρώπους, να ήταν πρόθυμος να βοηθήσει κάποιον με τον οποίο οι Ιουδαίοι δεν τα πήγαιναν καλά;

«Σίγουρα μπορώ να καλέσω μερικούς από τους Ιουδαίους πρεσβυτέρους», αναλογίστηκε, «σεβαστούς άντρες με τους οποίους είχα συναλλαγές και αυτοί θα μπορούσαν να μιλήσουν στον Ιησού για μένα». Οι πρεσβύτεροι, που ένοιωθαν μεγάλη υποχρέωση στον εκατόνταρχο για την εύνοια που είχε δείξει στον λαό τους, πήγαν και είπαν στον Ιησού το αίτημα του εκατόνταρχου, λέγοντας: «Αυτός ο άνθρωπος είναι πραγματικά άξιος της βοήθειάς Σου. Αγαπά το έθνος μας και έχει βοηθήσει στη χρηματοδότηση της οικοδόμησης της συναγωγής μας» (Λουκάς 7:3–5).

Ο Ιησούς συμφώνησε να πάει, όμως καθώς πλησίαζε, ο εκατόνταρχος έστειλε μερικούς φίλους του να του πούνε το εξής: «Κύριε, μην ενοχλείσαι, γιατί δεν είμαι άξιος να εισέλθεις στην κατοικία μου. Απλά πες τη λέξη και ο δούλος μου θα θεραπευτεί! Διότι είμαι άνθρωπος με εξουσία με στρατιώτες υπό τις διαταγές μου, και λέω στον έναν, ‘Πήγαινε’, και αυτός πηγαίνει, και στον άλλο, ‘ Έλα’, και έρχεται. Και αν πω στον υπηρέτη μου, ‘Κάνε αυτό’, τότε αυτός το κάνει» (Λουκάς 7:6–8).

Όταν ο Ιησούς άκουσε τα λόγια αυτά, θαύμασε και είπε σε όσους Τον ακολουθούσαν: «Δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη, ούτε σε όλο τον Ισραήλ!» Εδώ ήταν ένας Ρωμαίος στρατιώτης, ένας προεξέχων αξιωματικός, που πίστευε ότι ο Ιησούς μπορούσε να θεραπεύσει τον δούλο του από μακριά. Και αυτό ακριβώς συνέβη!

Η Βίβλος λέει ότι ο Ιησούς συνάντησε τον εκατόνταρχο έξω από το σπίτι του, και την ίδια στιγμή που ο Ιησούς τον επαίνεσε για τη μεγάλη του πίστη, ο δούλος του θεραπεύτηκε αμέσως. Ο Ιησούς είπε: «Πήγαινε. Θα γίνει όπως πίστεψες ότι θα γίνει» και ο δούλος του θεραπεύτηκε την ίδια στιγμή (Ματθαίος 8:13).

Υπάρχει ένα υπέροχο μήνυμα και για εμάς σήμερα που περιέχεται στις αληθινές ιστορικές αφηγήσεις του Υιού του Θεού στη Βίβλο. Η μέρα των θαυμάτων δεν έχει περάσει! Ο Θεός εξακολουθεί να ασχολείται με το να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Ο Ιησούς είναι εξίσου αληθινός σήμερα όσο ποτέ. Ο Θεός είναι ζωντανός και εργάζεται εξίσου δυναμικά στις ζωές εκείνων που Τον εμπιστεύονται. Αυτός λέει, «Εγώ είμαι ο Κύριος, δεν αλλάζω» (Μαλαχίας 3:6). Και «ο Ιησούς Χριστός είναι ο ίδιος χθες και σήμερα και για πάντα» (Εβραίους 13:8).