Ανακάλυψα τη δύναμη της συγχώρεσης ένα απόγευμα τον Ιούλιο του 1976. Ήταν τα χρόνια που κυβερνούσε ο Ίντι Αμίν, όταν η Ουγκάντα είχε βαλτώσει και μαζί της, οι ζωές των ανθρώπων, η οικονομία, οι υποδομές, η εκπαίδευση, το καθετί. Ήμουν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακερέρε και συγχρόνως ήμουν νιόπαντρη και περίμενα παιδί.

Επειδή το πανεπιστήμιο δεν είχε καθόλου προμήθειες και οι λέκτορες δεν είχαν καύσιμα για να πηγαινοέρχονται στο πανεπιστήμιο, το αποτέλεσμα ήταν να μην έρχονται να μας διδάξουν. Έτσι εμείς οι φοιτητές πηγαίναμε στη βιβλιοθήκη κάθε πρωινό και είτε τα διαβάζαμε εκεί, είτε δανειζόμαστε βιβλία να τα μελετήσουμε στους κοιτώνες μας. Ο Ίντι Αμίν, μια και δεν είχε πάει ο ίδιος σχολείο, δεν καταλάβαινε γιατί κάναμε κάτι τέτοιο. Νόμιζε πως ήταν μια διαδήλωση εναντίον του, έτσι έστελνε συνεχώς στρατιώτες για να μας τρομοκρατούν.

Εκείνο τον καιρό, ο σύζυγός μου εργαζόταν στο βόρειο τμήμα της χώρας, κοντά στα σύνορα με το Σουδάν. Κάθε τόσο, ερχόταν στην Καμπάλα ή πήγαινα εγώ να τον επισκεφτώ και περνούσαμε έτσι λίγες μέρες μαζί. Είχε έλθει για το Σαββατοκύριακο και τη Δευτέρα το πρωί με πήγε στο πανεπιστήμιο. Όταν πήγα στο δωμάτιό μου, η συγκάτοικός μου, η Τζούντιθ και μια άλλη φίλη η Μπρέντα, μου είπαν πως στρατιώτες πηγαινοέρχονταν στα δωμάτια όλης της εστίας, κατέστρεφαν αντικείμενα και επίσης είχαν δείρει και μερικούς φοιτητές.

Αυτό δεν γινόταν για πρώτη φορά. Κάθε τόσο, φορτηγά γεμάτα στρατιώτες έρχονταν και έδερναν μερικά απ’ τα αγόρια. Εμείς οι κοπέλες φωνάζαμε στους στρατιώτες από τα μπαλκόνια των δωματίων μας, λέγοντάς τους να σταματήσουν και αυτοί μας φώναζαν ότι ήμασταν ανόητες και δεν γνωρίζαμε τίποτα. Είχαμε συνηθίσει να μην μας κτυπάνε επειδή ήμασταν γυναίκες.

Εκείνη τη Δευτέρα το μεσημέρι, κάποιος κτύπησε στην πόρτα μας. Νομίζαμε ότι ήταν μερικοί φίλοι που αστειεύονταν, έτσι τους φωνάξαμε, «Άντε φύγετε βρε στρατιώτες!» και βάλαμε τα γέλια. Ξέρετε πώς είναι οι φοιτητές. Όμως ο κτύπος στην πόρτα γίνονταν όλο και πιο δυνατός, μέχρι που καταλάβαμε ότι ήταν πραγματικοί στρατιώτες!

Η Μπρέντα κι εγώ τρέξαμε στο μπαλκόνι και καθίσαμε εκεί γονατιστές στη γωνία. Η Τζούντιθ πήδηξε στο κρεβάτι της και σκεπάστηκε. Λίγα λεπτά αργότερα οι στρατιώτες έσπασαν την πόρτα με τόση βία που κομμάτια απ’ τη κλειδαριά και τη πόρτα πετάχτηκαν σε όλο το δωμάτιο μέχρι και το μπαλκόνι. Εισέβαλαν στον δωμάτιο, φωνάζοντας και ως εκ θαύματος δεν είδαν την Τζούντιθ που ήταν κάτω απ’ τις κουβέρτες στο κρεβάτι, όμως βρήκαν την Μπρέντα και εμένα στο μπαλκόνι. Θυμάμαι να λέω μέσα μου, Αυτό ήταν, τελειώσαμε! Όποια φορά οι στρατιώτες κυνηγούσαν κάποιον, αυτό σήμαινε και το τέλος του.

Μας πήραν δια της βίας απ’ το μπαλκόνι και μέσα από το δωμάτιο υπό την απειλή των όπλων. Ένας στρατιώτης έμεινε στο δωμάτιο και έψαχνε τα χαρτιά μας. Η Τζούντιθ τον άκουγε  δίπλα της, όμως αυτός δεν την είχε δει.

«Επιτέλους σε πιάσαμε!» συνέχισαν να μου λένε, λες κι εγώ ήμουν σίγουρα κάποιο ηγετικό στέλεχος συμμορίας. Μας έσπρωχναν και μας φώναζαν και στο τέλος ένας στρατιώτης με έσπρωξε τόσο δυνατά ώστε έπεσα από τα σκαλιά και πήγα κουτρουβαλώντας μέχρι κάτω. Εκεί έμεινα αναίσθητη.

Όταν κατέβηκαν και οι υπόλοιποι στρατιώτες με την Μπρέντα, είπαν ότι θα μας πήγαιναν στο Μάκιντάι, το μέρος που ήταν συγχρόνως και σφαγείο εκείνη την εποχή. Όμως πρώτα μας πήγαν δίπλα στην εστία των αγοριών. Εκεί, οι στρατιώτες βασάνιζαν τα αγόρια – αγόρια που τα γνωρίζαμε και ήταν καλά παιδιά. Προφανώς αυτό το έκαναν όλο εκείνο το πρωινό, και εμείς βρισκόμασταν στο διπλανό κτίριο.

Οι στρατιώτες έβαλαν την Μπρέντα κι εμένα μαζί με τα αγόρια για λίγο, σύντομα όμως μας διέταξαν να βγούμε όλοι μαζί έξω. Ξεχώρισαν την Μπρέντα και εμένα από τους άλλους, ενώ μου είπαν ότι θα με χειρίζονταν ιδιαιτέρως, επειδή ήμουν η αρχηγός της συμμορίας.

Μετά κατέφθασαν περισσότεροι στρατιώτες – εκατοντάδες από αυτούς. Έφεραν και άλλες κοπέλες και τις έβαλαν να πηγαίνουν γονατιστές και ματωμένες πέρα – δώθε υπό την απειλή των όπλων.

Δεν έχω ιδέα γιατί νόμιζαν ότι εγώ ήμουν η αρχηγός εκεί μέσα. Αυτό ήταν που μου έδινε δύναμη – γνωρίζοντας ότι οι κατηγορίες που μας ξεστόμιζαν ήταν αβάσιμες. Έδειραν και ποδοπάτησαν την Μπρέντα κι εμένα, όμως το περισσότερο βάρος το είχαν ρίξει σε μένα. Αυτό συνεχίστηκε για ώρες – διάφοροι τύποι βασανιστηρίων, ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Θυμηθείτε επίσης ότι ήμουν κι ενός μηνός έγκυος εκείνο τον καιρό. Ήταν θαύμα το ότι το μωρό επέζησε.

Όταν νύχτωσε, οι στρατιώτες αποφάσισαν ότι με είχαν βασανίσει αρκετά και έτσι είπαν ότι θα με πήγαιναν στο Μάκιντάι, όπου ήταν τα σφαγεία. Όμως πριν πεθάνω, ήθελα να μάθω γιατί μου το έκαναν αυτό. Γιατί, μέσα από εκατοντάδες κοπέλες στην εστία του πανεπιστημίου, είχαν ξεχωρίσει εμένα ως την αρχηγό;

Όλη την μέρα δεν είχα πει τίποτα. Δεν είχα κλάψει. Δεν είχα φωνάξει. Δεν είχα κάνει τίποτα να αντισταθώ. Ήμουν σαν ένα κομμάτι ξύλο. Τώρα ένα μέρος μου ήθελε να τους ρωτήσει γιατί μου το έκαναν αυτό, όμως ένα άλλο μέρος έλεγε πως αν το έκανα, θα με βασάνιζαν περισσότερο. Τότε μια φωνή μέσα μου είπε, Κοίτα τους στα μάτια. Εκεί θα βρεις την αιτία που το κάνουν αυτό.

Έτσι τους κοίταξα μέσα στα μάτια και έμεινα έκπληκτη απ’ αυτό που είδα! Παρ’ όλες τις βρισιές τους και το νταηλίκι τους, μέσα τους πόναγαν! Δεν τους άρεζε καθόλου αυτό που έκαναν, σε αντίθεση με αυτό που νόμιζα εγώ.

Ένοιωσα μέσα μου τόση συμπόνια γι’ αυτούς που ήθελα να τους πω πριν πεθάνω ότι τους καταλάβαινα, ότι δεν πείραζε. Όμως ενώ με έδερναν και με βασάνιζαν μου ήρθε μια ιδέα, Ίσως αν τους έλεγα για κάτι που είχαμε κοινό, ίσως τους βοηθούσε να καταλάβουν. Η όλη ιδέα ακούγονταν τρελή, όμως δεν με ένοιαζε. Δεν είχα τίποτα να χάσω.

Όμως τι είχα κοινό με αυτούς τους στρατιώτες; Ήταν όλοι τους δυνατοί – εγώ ήμουν έγκυος. Είχαν όπλα, μπότες, μαστίγια – εγώ ήμουν μόνη και αβοήθητη. Και να μια σκέψη που έκανα μέσα μου, μα μόλις παντρεύτηκες, προσμένεις μωρό, πρέπει και αυτοί να έχουν οικογένειες.

«Τι σας μαγείρεψαν οι γυναίκες σας χθες το βράδυ;» τους ρώτησα.

«Τι;» ρώτησαν μην πιστεύοντας τα αυτιά τους. Και μετά είπαν κάτι στην γλώσσα Κισουαχίλι. Οποτεδήποτε οι στρατιώτες του Αμίν βασάνιζαν ανθρώπους, μιλούσαν σε αυτή την γλώσσα. Σήμερα, πολλοί στην Ουγκάντα δεν μιλάνε Κισουαχίλι – επειδή τη συσχετίζουν με βασανισμούς και άσχημες καταστάσεις «Πόσο ανόητη είσαι»! μου φώναξαν και άρχισαν να με κλωτσάνε και άλλο.

Όταν σταμάτησαν, πήρα βαθειά ανάσα και τους ρώτησα ξανά, «Τι σας μαγείρεψαν οι γυναίκες σας εχθές το βράδυ;» Με χτύπησαν ξανά. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που πρέπει να σκέφτηκαν, Δεν αστειευόμαστε λίγο μαζί της. Και άρχισαν να μου απαντάνε, «Έφαγα αυτό», και «Έφαγα εκείνο».

Μετά τους ρώτησα, «Πού πάνε σχολείο τα παιδιά σας; Πήγατε τα παιδιά σας σχολείο σήμερα το πρωί;»

Οι απλοϊκές μου ερωτήσεις άρχισαν μια συζήτηση με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να καθίσουν μαζί μου κάτω από ένα δένδρο, όπου συζητούσαμε και γελούσαμε. Ναι, στην πραγματικότητα γελούσαμε μαζί! Αργότερα η Μπρέντα μου είπε πως όταν είδε το όλο σκηνικό, ο πόνος και ο φόβος χάθηκαν.

Όπως φάνηκε, οι στρατιώτες που ήταν μαζί μου όλη την μέρα ήταν οι αρχηγοί. Έκαναν νόημα στους άλλους και όλα σταμάτησαν αμέσως! Η ώρα τότε ήταν 6:30 το απόγευμα, το οποίο σήμαινε ότι μερικά από τα αγόρια βασανίστηκαν όλη την μέρα και οι υπόλοιπες εμείς για έξη ώρες.

Κατόπιν ήρθαν φορτηγά και πήραν τους στρατιώτες και επίσης ασθενοφόρα για εκείνους που ήταν οι πιο σοβαρά τραυματίες. Όλες οι πύλες του πανεπιστημίου είχαν κλειδωθεί και φυλάσσονταν όλη μέρα, όμως τα ασθενοφόρα πρέπει να περίμεναν απ’ έξω, επειδή έφθασαν καθώς έφευγαν οι στρατιώτες.

Οι μάγειροι και το προσωπικό του πανεπιστήμιου, τους οποίους οι στρατιώτες δεν είχαν πειράξει, μας έφεραν τσάι και ψωμί και κατόπιν κάθισαν μαζί μας στο έδαφος και έκλαψαν με όσα είχαμε υποφέρει. Τότε δεν άντεξα και εγώ και έκλαψα με πικρό δάκρυ. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως πρέπει να ένοιωθαν αυτοί, καθώς έβλεπαν ό,τι μας έκαναν οι στρατιώτες χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι.

Ενώ ξανασκέπτομαι το όλο γεγονός, μπορώ ειλικρινά να πω ότι συγχώρεσα εκείνους τους στρατιώτες τη στιγμή που τους κοίταξα στα μάτια, επειδή τότε αντιλήφτηκα  ότι όλοι εμείς – φοιτητές και στρατιώτες το ίδιο – ήμασταν θύματα από κάτι που δεν καταλαβαίναμε. Και όταν τους ρώτησα για τα σπιτικά τους και τις φαμίλιες τους, πήραν το μήνυμα ότι το είχα αντιληφθεί αυτό και ότι τους είχα συγχωρέσει.

Πολύ από αυτό το χρωστώ και στην ανατροφή μου. Οι γονείς μου με είχαν διδάξει ότι υπάρχει κάποια καλοσύνη στον καθένα, όπως και να ‘χει. Πρέπει να υπάρχει, επειδή η Βίβλος μας λέει ότι ο Θεός μας δημιούργησε καθ’ ομοίωση δική Του.

Εκείνη η εμπειρία μου έδωσε τόσο πολύ δύναμη και μου έδειξε ότι ποτέ δεν πρέπει να φοβάμαι καμία ανθρώπινη ύπαρξη! Και έτσι μπορώ να κάνω αυτό που κάνω σήμερα. Νοιώθω άνετα απέναντι σε οπλισμένους στρατιώτες και θα πάω ακόμα και σε περιοχές που έχουν ναρκοθετηθεί. Τα όπλα και τις νάρκες τα φοβάμαι, όμως δεν φοβάμαι τους στρατιώτες ή τους αντάρτες που κρατάνε τα όπλα ή τοποθετούν τις νάρκες. Ξέρω πως και αυτοί είναι άνθρωποι, όπως κι εγώ και μοιραζόμαστε μια βαθειά ομοιότητα που ποτέ δεν μπορεί να εξαλειφθεί.

Έχοντας βιώσει αυτές τις εμπειρίες στο Πανεπιστήμιο Μακερέρε αυτό προσδίδει γνησιότητα στις ομιλίες που δίνω για συγχώρεση. Όταν τους λέω την ιστορία μου για το πώς μπόρεσα να συγχωρέσω και τα υπέροχα πράγματα που συνέβησαν ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι με ακούνε.

«Γιατί να συγχωρέσω κάποιον που δεν ζητάει συγνώμη;» με ρωτάνε πολλοί συχνά. Και εγώ τους λέω, «Η ζωή είναι πολύ σύντομη ώστε να περιμένω για κάποιον να μου ζητήσει συγνώμη».

Πάρα πολλά καλά πράγματα προήλθαν από εκείνη την απαίσια εμπειρία. Και το καλύτερο είναι πως ανακάλυψα, όπως ο καθένας, ότι κι έχω γεννηθεί με κάτι υπέροχο – τη δύναμη να αγαπώ τους ανθρώπους! Δεν χρειάστηκε να την κερδίσω. Απλά υπήρχε εκεί. Και δεν τελειώνει ποτέ. Όσο περισσότερο τη χρησιμοποιώ, τόσο περισσότερα παίρνω!