Την Παραμονή των Χριστουγέννων, όταν ήμουν δευτεροετής στο κολλέγιο, προσπαθούσα χωρίς επιτυχία να νοιώσω τις χαρές των Χριστουγέννων και αυτό μάλλον απόρρεε απ’ το γεγονός του ότι ο ενθουσιασμός της πρώτης μου χρονιάς είχε χαθεί και συγχρόνως ένοιωθα και εξουθενωμένη, βρισκόμενη στο τέλος του δευτέρου εξαμήνου συν την απογοήτευσή μου για μια εργασία στην οποία δεν τα είχα πάει και τόσο καλά. Τώρα βρισκόμουν έξω απ’ το γραφείο του καθηγητή, για να συζητήσω την προαναφερθείσα προβληματική μου εργασία, ενώ συγχρόνως αναπολούσα με νοσταλγία τις ανέμελες χαρές των παιδικών Χριστουγεννιάτικων εορτών.
Όταν ο καθηγητής με κάλεσε να εισέλθω, προσπάθησα να δείχνω λίγο ευδιάθετη. Όμως πριν αρχίσει να μου μιλάει, άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του και πήρε μια μικρή σακουλίτσα με γλειφιτζούρια. «Θέλεις ένα γλειφιτζούρι;», μου πρότεινε με ένα χαμόγελο. Πιάστηκα κάπως απροετοίμαστη και χαμογέλασα. Από πότε οι καθηγητές προσφέρουν γλυκά στους μαθητές;
«Καλά Χριστούγεννα!» είπε και άρχισε να μου δίνει ιδέες για το πώς μπορούσα να αναθεωρήσω το γραπτό μου. Απ’ ό,τι φάνηκε δεν ήταν και τόσο περίπλοκο όσο το σκεφτόμουν εγώ και όταν έφυγα απ’ το γραφείο του ένοιωθα πολύ καλύτερα.
Αν και ο καθηγητής μου δεν γνώριζε για τη μοναξιά που ένοιωθα και τις στενοχώριες μου, σαν δευτεροετής εκείνη τη χρονιά, η αυθόρμητη και ευγενική πράξη του, μου έδωσε εκείνη τη συναισθηματική ανύψωση που χρειαζόμουν για να αντιμετωπίσω τις προκλήσεις των υπόλοιπων γιορτών, μια και έπρεπε να γράψω τα τελικά μου διαγωνίσματα. Όμως να που, μέσα από ένα απλό γλειφιτζούρι με γεύση λεμονιού, επέστρεψε ξανά εκείνη η μαγεία των Χριστουγέννων – η χαρούμενη, αυθόρμητη προσφορά καθώς και η απόλαυση ενός γλυκίσματος.
Αφού έφαγα το γλυκό, πήγα σε μια άλλη τάξη, όπου έτυχε να δω μια απ’ τις φίλες μου να μελετά έναν τεράστιο τόμο πολιτικής μηχανικής. Τα μάτια της ήταν κουρασμένα και το πρόσωπό της έδειχνε πονεμένο. Όταν άνοιξα την τσάντα μου για να βγάλω το βιβλίο μου, είδα ότι είχα δυο μπισκότα με σοκολατάκια σε μία από τις θήκες, που τα είχα πακετάρει για απογευματινό κολατσό. Τα έβγαλα και ρώτησα τη φίλη μου, «Θέλεις ένα μπισκότο;»
Βλέποντας τα μάτια της να φωτίζουν, με έκανε να χαμογελάσω και αντιλήφθηκα πως αν και δεν μπορούσα να απολαύσω τις ίδιες Χριστουγεννιάτικες γιορτές και τα πάρτι του νεανικών μου χρόνων, παρ’ όλα αυτά μπορούσα να συνεχίζω να μεταδίδω μερική απ’ τη χαρά των Χριστουγέννων στους άλλους γύρω μου. Ένα χαμόγελο και ένα μικρό γλυκό, δεν είναι και τόσο σπουδαία, όμως σε μια εποχή όπως αυτή των Χριστουγέννων όταν η συναισθηματική νοσταλγία και οι φωτεινές προσδοκίες συγκρούονται όλο και πιο σθεναρά με τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής, μια απλή πράξη γενναιοδωρίας μπορεί να κάνει θαύματα φέρνοντας τη χαρά των Χριστουγέννων σε μια μέρα όλο βαρεμάρα.