Η λέξη Βίβλος προέρχεται από την ελληνική λέξη «βιβλίον», αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό βιβλίο. Είναι ο «Λόγος του Θεού» και το θεμέλιο της χριστιανικής πίστης και ζωής. Μας αποκαλύπτει τον Θεό, μας λέει για το βασικό σχέδιο του Θεού για την ανθρωπότητα και περιέχει απαράμιλλη αλήθεια και καθοδήγηση. Τα λόγια της είναι πνεύμα και ζωή (Ιωάννης 6:63). Μέσω των λόγων της μπορούμε και συμμετέχουμε της θείας φύσης — να γίνουμε πιο ευσεβείς και περισσότερο σαν τον Ιησού (Πέτρου Β’ 1:4).
Η Βίβλος στην πραγματικότητα είναι μια συλλογή βιβλίων — 66 συνολικά — τα οποία γράφτηκαν από 40 περίπου άτομα, υπό την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Η Βίβλος μας λέει ότι «όλη η Γραφή είναι εμπνευσμένη από τον Θεό, και είναι ωφέλιμη για διδασκαλία, για έλεγχο, για επανόρθωση, για διαπαιδαγώγηση στη δικαιοσύνη» (Τιμόθεο Β’ 3:16).
Η Βίβλος περιλαμβάνει δύο κύρια τμήματα: την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη. (Διαθήκη σε αυτή την περίπτωση σημαίνει «σύμφωνο» ή «συμβόλαιο», επομένως η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη μπορούν να θεωρηθούν ως οι παλιές και οι νέες δεσμευτικές συμφωνίες μεταξύ Θεού και ανθρώπου.) Οι χρονολογίες που γράφτηκαν για πρώτη φορά μερικά απ’ τα 39 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, είναι αβέβαιες, αλλά οι ερευνητές γενικά συμφωνούν ότι γράφτηκαν σε μια περίοδο 1.000 ετών περίπου, από τον δέκατο τέταρτο έως τον τέταρτο αιώνα π.Χ.
Η Παλαιά Διαθήκη προετοίμαζε τον δρόμο για την Καινή Διαθήκη, η οποία ξεκίνησε με τον ερχομό του Ιησού. Τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν τον πρώτο αιώνα μ.Χ. στα ελληνικά. Μιλούν για τη ζωή και την υπηρεσία του Ιησού και την ανάπτυξη της πρώτης εκκλησίας και παρουσιάζουν τα βασικά στοιχεία της Χριστιανικής πίστης.
Στο σύμφωνο της Παλαιάς Διαθήκης, ο Θεός υποσχέθηκε να ευλογήσει τους Ισραηλίτες, εάν μόνον λάτρευαν Αυτόν και κυβερνιόταν από τον νόμο Του — τον οποίο έδωσε μέσω του Μωυσή γύρω στο 1300 π.Χ. Περισσότερο από 600 χρόνια πριν γεννηθεί ο Ιησούς, ο προφήτης Ιερεμίας προέβλεψε μια μέρα που ο Θεός θα έκανε μια νέα συμφωνία-διαθήκη με τον λαό Του. Με αυτό το νέο σύμφωνο, ο Θεός θα έγραφε τους νόμους Του στις καρδιές των ανθρώπων και όχι πάνω σε πέτρινες πλάκες (Ιερεμίας 31:31–34). Ο Ιησούς είπε ότι Αυτός ήταν η εκπλήρωση του παλαιού συμφώνου ακόμη και όταν προανήγγειλε ένα νέο (Ματθαίος 5:17).
Η Καινή Διαθήκη περιέχει πέντε αφηγηματικά βιβλία — τα τέσσερα Ευαγγέλια και τις Πράξεις των Αποστόλων. Τα Ευαγγέλια ασχολούνται με την υπηρεσία, τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού. Το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται σε μερικά από τα σημαντικότερα γεγονότα της πρώτης εκκλησίας για τα επόμενα 30 χρόνια και είναι ένα είδος συνέχειας των Ευαγγελίων.
Είκοσι μία επιστολές, ακολουθούν τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις. Δεκατρείς από αυτές τις επιστολές είναι σαφές ότι γράφτηκαν από τον απόστολο Παύλο, ενώ οι υπόλοιπες οκτώ γράφτηκαν από άλλους αποστόλους ή άλλα άτομα που συνδέονταν στενά με τους αποστόλους. Στο τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, την Αποκάλυψη, ο απόστολος Ιωάννης αφηγείται τα προφητικά οράματα της Δευτέρας Παρουσίας του Ιησού.
Η πρώτη αναφορά στη Βίβλο για οποιονδήποτε κατέγραψε κάτι, είναι όταν ο Θεός είπε στον Μωυσή «γράψ’ το αυτό σε βιβλίο για ενθύμιση» (Έξοδος 17:14). Οι ιστορίες των πατριαρχών που ανευρίσκονται στη Γένεση είχαν μεταδοθεί από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα, προφορικά πριν από αυτό. Τα μηνύματα των προφητών συνήθως παραδίδονταν προφορικά πριν γραφτούν.
Οι αφηγήσεις της ζωής και της υπηρεσίας του Ιησού επαναλαμβάνονταν προφορικά για χρόνια πριν καταγραφούν. Πολλά αρχαία αποσπάσματα των πρωταρχικών βιβλικών εγγράφων, που έχουν χρονολογηθεί στον δεύτερο αιώνα μ.Χ., έχουν ανακτηθεί — συμπεριλαμβανομένων πολλαπλών αντιγράφων ορισμένων τμημάτων. Οι μεταφράσεις της Βίβλου που έχουμε σήμερα βασίζονται σε αυτά τα αντίγραφα.