Αν και οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακούσει τον όρο «καλός Σαμαρείτης», όμως μπορεί να μην γνωρίζουμε ποιοι ήταν οι Σαμαρείτες και την έχθρα που υπήρχε μεταξύ του Ιουδαϊκού λαού και των Σαμαρειτών. Αυτή η εχθρότητα είχε τις ρίζες της στην ιστορία.
Το έτος 720 π.Χ., ο βασιλιάς της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας είχε εισβάλει στο Ισραήλ και είχε πάρει αιχμαλώτους τις δέκα βόρειες φυλές στη γη της Ασσυρίας. Στη συνέχεια έφερε αλλοδαπούς να κατοικήσουν στις πόλεις του βόρειου Ισραήλ όπου κάποτε ζούσαν οι Ιουδαίοι και όλη εκείνη η περιοχή έγινε γνωστή ως Σαμάρεια. (Βλέπε Βασιλέων Β’ 17:22–34.)
Πολλοί κάτοικοι αυτής της περιοχής ήταν απόγονοι του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ, αλλά είχαν έρθει σε επιμειξία με άτομα από άλλες εθνικότητες και είχαν αφομοιωθεί στη μη εβραϊκή κουλτούρα των ανθρώπων που είχαν έρθει να εγκατασταθούν εκεί. Σιγά-σιγά αυτοί άρχισαν να λατρεύουν τον Θεό των Εβραίων, όμως δεν θεωρούσαν την Ιερουσαλήμ ως ιερή πόλη, ούτε λάτρευαν στον εκεί Ιουδαϊκό ναό. Για αυτούς, το όρος Γεριζίμ στη Σαμάρεια ήταν το πιο ιερό σημείο όπου έπρεπε να λατρεύεται ο Θεός και σε αυτό το όρος έχτισαν έναν ναό στην κορυφή του. Επειδή τα έθιμα και η θρησκευτική λατρεία των Σαμαρειτών ήταν διαφορετικά από τα δικά τους, οι Ιουδαίοι απέφευγαν να συναναστρέφονται μαζί τους.
Μια φορά, ενώ ταξίδευε στην Ιουδαία, ο Ιησούς αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα Του, τη Γαλιλαία. Η πιο σύντομη και πιο ευθεία διαδρομή μεταξύ Ιουδαίας και Γαλιλαίας, περνούσε μέσα από την Σαμάρεια, αλλά επειδή οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τους Σαμαρείτες, θα έκαναν μια μεγάλη παράκαμψη γύρω από τη Σαμάρεια για να αποφύγουν να περάσουν από τη γη τους. Όμως προς έκπληξη των μαθητών Του, ο Ιησούς αγνόησε αυτές τις παραδόσεις και τους οδήγησε να περάσουν κατευθείαν μέσα από την Σαμάρεια.
Αφού ο Ιησούς και οι μαθητές Του είχαν περπατήσει μέσα από τη Σαμάρεια για πολλά χιλιόμετρα πάνω σε ανώμαλο και τραχύ έδαφος, έφτασαν στο πηγάδι του Ιακώβ, το οποίο ο πατριάρχης Ιακώβ και οι γιοι του είχαν σκάψει πριν από σχεδόν 2.000 χρόνια.
Όλη η ομάδα, διψασμένη και κουρασμένη από το ταξίδι, συγκεντρώθηκε γύρω από το πηγάδι για να ξεδιψάσει, όμως δεν είχαν κουβά για να τραβήξουν νερό και το πηγάδι είχε βάθος πάνω από 30 μέτρα. Επίσης ήταν και νηστικοί. Περίπου ένα χιλιόμετρο πιο πέρα βρισκόταν η Σαμαρειτική πόλη Συχάρ, έτσι αποφασίστηκε οι μαθητές να πάνε εκεί για να αγοράσουν τρόφιμα. Όμως ο Ιησούς ήταν κουρασμένος από το ταξίδι, γι’ αυτό παρέμεινε κοντά στο πηγάδι για να ξεκουραστεί (Ιωάννη 4:5–6).
Λίγο αργότερα, μια γυναίκα ήλθε προς το πηγάδι, κουβαλώντας ένα άδειο κιούπι. Καθώς πλησίασε στο πηγάδι, έκπληκτη είδε έναν άγνωστο να κάθεται εκεί. Τον κοίταξε καχύποπτα και σκέφτηκε: «Προφανώς Ιουδαίος θα είναι». Ελπίζοντας ότι δεν θα την ενοχλούσε, ετοιμάστηκε να κατεβάσει το κιούπι της στο πηγάδι.
«Θα μου δώσεις νερό να πιω;» ρώτησε ο Ιησούς.
Έκπληκτη, η γυναίκα κοίταξε προς το μέρος Του. «Πώς γίνεται εσύ, ένας Ιουδαίος, να ζητάς από μένα, μια Σαμαρείτισσα, να πιεις νερό;» ρώτησε (Ιωάννη 4:7–9).
Ο Ιησούς απάντησε: «Αν ήξερες το δώρο του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου είπε: ‘Δώσε μου να πιω’, θα Του ζητούσες εσύ να σου έδινε το ζωντανό νερό!»
Η γυναίκα απάντησε: «Κύριε, δεν έχεις τρόπο να τραβήξεις νερό και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού μπορείς να βρεις αυτό το ‘ζωντανό νερό’;» Και ίσως στην προσπάθειά της να βάλει αυτόν τον Ιουδαίο ξένο στη θέση Του, πρόσθεσε: «Είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι και ήπιε ο ίδιος από αυτό, όπως και οι γιοι του και τα ζώα του και τα κοπάδια του;» (Ιωάννη 4:10–12).
Ο Ιησούς αποκρίθηκε λέγοντας: «Όποιος πιει από αυτό το νερό θα διψάσει ξανά, αλλά όποιος πιει το νερό που του δίνω Εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ ξανά και το νερό που θα του δώσω Εγώ, θα γίνει μέσα του μια πηγή νερού που αναβλύζει για αιώνια ζωή!»
Τι αναπάντεχη δήλωση! Μια και δεν ήταν σίγουρη αν Τον κατάλαβε, απάντησε: «Κύριε, δώσε μου αυτό το νερό για να μη διψάω και να μην χρειάζεται να έρχομαι εδώ ξανά και ξανά για να βγάλω νερό» (Ιωάννη 4:13–15).
Ο Ιησούς απαντώντας κάπως απρόσμενα της λέει: «Πήγαινε πρώτα φώναξε τον άντρα σου και ελάτε ξανά εδώ», στο οποίο αυτή του απάντησε: «Δεν έχω σύζυγο». Τότε της λέει ο Ιησούς: «Έχεις δίκιο όταν λες ότι δεν έχεις σύζυγο. Είχες πέντε συζύγους, και αυτός που έχεις τώρα δεν είναι άντρας σου» (Ιωάννη 4:16–18).
Η γυναίκα έπαθε σοκ! Πώς θα μπορούσε αυτός ο εντελώς άγνωστος να γνωρίζει τέτοιες λεπτομέρειες από την ιδιωτική της ζωή, εκτός και αν ήταν προφήτης; Αποφάσισε λοιπόν, ότι αυτός θα ήταν το κατάλληλο άτομο για να του κάνει την πιο διαφιλονικούμενη θρησκευτική ερώτηση της εποχής.
«Κύριε», είπε, «απ’ ό,τι καταλαβαίνω είσαι προφήτης». Στη συνέχεια, έδειξε τον ναό στην κορυφή του όρους Γεριζίμ και είπε: «Οι πατέρες μας προσκυνούσαν σε αυτό το βουνό, αλλά εσείς οι Ιουδαίοι ισχυρίζεστε ότι η Ιερουσαλήμ είναι ο τόπος όπου πρέπει να προσκυνούν οι άνθρωποι».
Ο Ιησούς απάντησε: «Πιστέψτε με, έρχεται η ώρα που δεν θα προσκυνείτε τον Πατέρα ούτε σε αυτό το βουνό, ούτε στην Ιερουσαλήμ. Αλλά έρχεται η ώρα — και ήδη έχει έρθει — που οι αληθινοί προσκυνητές θα λατρεύουν τον Πατέρα σε πνεύμα και αλήθεια, γιατί ο Πατέρας τέτοιους αναζητά για να Τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα, και όσοι τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν σε πνεύμα και αλήθεια» (Ιωάννη 4:19–24).
Η γυναίκα έμεινε έκθαμβη με την απάντησή Του. «Πόσο υπέροχο», σκέφτηκε, «αν μπορούσαμε απλά να λατρεύουμε τον Θεό στις καρδιές μας, όπου κι αν βρισκόμαστε!» Στη συνέχεια προχώρησε σε μια πιο σημαντική ερώτηση σχετικά με την πολύ-αναμενόμενη έλευση του Μεσσία.
«Γνωρίζω ότι θα έρθει ο Μεσσίας, αυτός που ονομάζεται Χριστός. Όταν έρθει, θα μας τα πει όλα αυτά».
Ο Ιησούς την κοίταξε στα μάτια και είπε: «Εγώ που σου μιλάω, είμαι Αυτός» (Ιωάννη 4:25-26).
Η γυναίκα κοίταξε τον Ιησού έκπληκτη. Θα μπορούσε όντως να είναι Αυτός, ο Μεσσίας, ο Χριστός;
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, οι μαθητές του Ιησού επέστρεψαν από την πόλη και θαύμασαν που Αυτός μιλούσε με μια γυναίκα. Καθώς πλησίασαν, η γυναίκα άφησε το κιούπι της και έτρεξε πίσω στην πόλη.
Όταν έφτασε στην αγορά, φώναξε γεμάτη ενθουσιασμό: «Ελάτε να δείτε κάποιον που μου είπε όλα όσα έκανα ποτέ! Μπορεί Αυτός να είναι ο Χριστός;!» (Ιωάννη 4:28–29). Βλέποντας την πεποίθηση και τον ενθουσιασμό της, πολλοί άνθρωποι πίστεψαν την αφήγηση της ότι είχε μιλήσει με τον πολύ-αναμενόμενο Μεσσία.
Πριν περάσει λίγη ώρα, οι μαθητές του Ιησού είδαν ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων να έρχονται καταπάνω τους, με τη γυναίκα ανάμεσά τους. Ο κόσμος παρότρυνε τον Ιησού να μείνει μαζί τους και να τους διδάξει. Ο Ιησούς συμφώνησε να το κάνει και οι Σαμαρείτες, χαρούμενοι, τους οδήγησαν πίσω στη Συχάρ.
Για δύο ημέρες, ο Ιησούς δίδασκε στην πόλη τους, και ακούγοντας τα όμορφα λόγια της αλήθειας που δίδαξε, πολλοί άνθρωποι πίστεψαν σε Αυτόν και σχολίασαν στη γυναίκα: «Δεν πιστεύουμε πλέον μόνο και μόνο εξαιτίας αυτών που μας είπες, επειδή ακούσαμε εμείς οι ίδιοι και γνωρίζουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι πράγματι ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου!» (Ιωάννη 4:39–42).
Την τελευταία μέρα, καθώς ο Ιησούς και οι μαθητές Του ετοιμάζονταν να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Γαλιλαία, ένα πλήθος από την πόλη συγκεντρώθηκε για να τους αποχαιρετήσει. Η Σαμαρείτισσα αποχαιρέτησε τον Ιησού με ένα χαμόγελο χαράς, γιατί τώρα είχε καταλάβει πλήρως το νόημα των λόγων Του εκείνη την ημέρα στο πηγάδι, και μια πηγή ζωντανού νερού είχε πλημμυρίσει την ψυχή της.
Από αυτή την όμορφη ιστορία στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, μαθαίνουμε ότι ο Ιησούς αψήφησε τις παραδόσεις της εποχής Του για να προσεγγίσει τις χαμένες και μοναχικές ψυχές με την αγάπη και την αλήθεια του Θεού. Όχι μόνο παράβλεψε τις πολιτισμικές, εθνικές και θρησκευτικές διαφορές των Σαμαρειτών, ώστε να μπορέσει να τους προσφέρει την αλήθεια, παράβλεψε επίσης και τις αμαρτίες της γυναίκας εκείνης στο πηγάδι και είδε μια ψυχή που ειλικρινά λαχταρούσε την αγάπη του Θεού. Αυτή η ιστορία μας διδάσκει ότι η αγάπη και η σωτηρία του Θεού μέσω του Ιησού είναι για όλους τους ανθρώπους. «Διότι τόσο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο [και κάθε άτομο μέσα σε αυτόν] ώστε έδωσε τον Υιό Του, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σε αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή» (Ιωάννη 3:16).