Όταν τον πρωτοείδα να έρχεται προς το μέρος μου, προσπάθησα να κοιτάξω απ’ την άλλη. Έδειχνε άσχημος, βρώμικος και σίγουρα ζητιάνευε. Ίσως αν κοιτούσα απ’ την άλλη, θα με προσπέρναγε και εγώ δεν θα χρειαζόταν να ασχοληθώ μαζί του.
Εκείνη την ημέρα όλα πήγαιναν στραβά. Ζούσα στη Γαλλία, προσπαθούσα να συγκεντρώσω χρήματα πουλώντας βιβλία σε έναν πάγκο μιας υπαίθριας αγοράς, με τα οποία θα βοηθούσα ένα Χριστιανικό αποστολικό εγχείρημα, όμως μετά από κάμποσες ώρες στον καυτό ήλιο, είχα κάνει μόνο λίγες πωλήσεις. Η μέρα εκείνη σίγουρα ήταν δύσκολη.
Και έτσι, αφού δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω, παρακολουθούσα από μακριά εκείνον τον άνθρωπο. Κανένας δεν του πρόσφερε βοήθεια και έδειχνε παντελώς χαμένος.
Μετά άκουσα εκείνη την ήρεμη, απαλή φωνή μέσα μου. Γιατί δεν του δίνεις εσύ κάτι;
Μα έχω τόσο λίγα χρήματα, διαφώνησα εγώ.
Έχεις πολύ περισσότερα απ’ αυτόν, σωστά;
Ξαφνικά σκέφτηκα κάτι.
Λοιπόν εντάξει. Αν κάποιος αγοράσει κάτι, πριν περάσει ο ζητιάνος από δω, θα του δώσω τα χρήματα απ’ την πώληση αυτή.
Μου φάνηκε έξυπνη ιδέα. Δεν ξέρω τι σκέφτηκε ο Κύριος για την πρότασή μου, όμως γνώριζα ότι Αυτός παίρνει στα σοβαρά τις υποσχέσεις μας. Περίμενα να δω αν θα συνέβαινε κάτι.
Ξαφνικά ένας κύριος πλησίασε στο μικρό μου πάγκο και με ρώτησε τι έκανα εκεί. Κοίταξε τα βιβλία και διάλεξε το πιο μικρό που υπήρχε πάνω στο τραπεζάκι, με την τιμή των 5 Ευρώ.
«Θα πάρω αυτό εδώ», είπε και μου έδωσε δύο χαρτονομίσματα των 10 Ευρώ.
«Κράτα τα ρέστα», μου είπε χαμογελώντας και όπως έφευγε είπε, «Ο Θεός να σε ευλογεί!»
Ξαφνικά θυμήθηκα τη συμφωνία που μόλις είχα κάνει με τον Θεό.
Εκείνη τη στιγμή ο ζητιάνος περνούσε δίπλα μου κι εγώ του έδωσα τα χαρτονομίσματα χαμογελώντας.
Έμεινε άναυδος. «Για μένα είναι αυτά;» Είπε με τρεμάμενη και βραχνή φωνή.
«Ναι, επειδή πιστεύω ότι ο Θεός θέλει να τα έχεις!» Ξαφνικά το πρόσωπό του έλαμψε. Πήρε τα χρήματα με τρεμάμενα χέρια και με ευχαρίστησε επανειλημμένα ενώ έφευγε.
Εγώ είχα δει την ασχήμια και τη φτώχεια, ο Θεός όμως είχε δει κάτι περισσότερο. Είχε δει την ανθρώπινη ύπαρξη.