Καθημερινά αναλογίζομαι πόσο τυχερή είμαι, που κάνω την εργασία που κάνω. Είμαι δασκάλα σε ένα σχολείο στην πόλη που ζω, το οποίο έχει παιδιά απ’ όλο τον κόσμο. Εργάζομαι στη βιβλιοθήκη όπου ανά πάσα στιγμή μπορείς να δεις τέσσερεις μαθητές να μελετάνε μαζί, αντιπροσωπεύοντας τέσσερεις διαφορετικές ηπείρους, τέσσερεις διαφορετικές γλώσσες και τέσσερα διαφορετικά πιστεύω. Νομίζω ότι ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών θα μπορούσε να μάθει πολλά από το σχολείο μου.
Η Βανέσα είναι μια από τις μεγαλύτερες μαθήτριες στο σχολείο αυτό, η οποία κάποια μέρα, θα ήθελε να ανοίξει δικό της κομμωτήριο. Θυμάμαι πως όταν την πρωτοείδα πέρσι, μου έκανε μεγάλη εντύπωση για το πόσο, κομψή, ευχάριστη, και γεμάτη αυτοπεποίθηση ήταν. Ήταν η απεικόνιση μιας χαρούμενης και δυναμικής κοπέλας.
Είναι επίσης πρόσφυγας από μια χώρα της Αφρικής που έχει υποφέρει πολλά από τον πόλεμο. Η Βανέσα έφτασε στην πόλη μας με την πολυμελή οικογένειά της τον Μάρτιο του 2014. Τα επτά αδέλφια της έχουν ηλικίες από εννέα έως είκοσι δύο. Ο πατέρας της Βανέσα έχει εργαστεί περιστασιακά εδώ κι εκεί από τότε που ήλθανε, όμως δεν έχει μπορέσει ακόμα να βρει μια σταθερή εργασία. Η μητέρα της εδώ και πολλά χρόνια έχει προβλήματα υγείας και δεν μπορεί να εργαστεί η ίδια. Η οικογένεια συντηρείται από κάποιο κοινωνικό επίδομα βοήθειας – και επίσης και από τη Βανέσα.
Εκτός από το να πηγαίνει σχολείο, η Βανέσα εργάζεται κάποιες ώρες σε ένα κομμωτήριο. Το εισόδημά της καταλήγει σε τρεις διαφορετικές μεριές:
- Βοηθάει την οικογένειά της.
- Αποταμιεύει για την μόρφωσή της για τα επόμενα χρόνια.
- Δίνει το δέκα τοις εκατό του εισοδήματός της στην εκκλησία της.
Μου έκανε μεγάλη έκπληξη όταν άκουσα τη Βανέσα να λέει ότι δίνει το 10% του εισοδήματός της στην εκκλησία της.
«Πρέπει», μου είπε η ίδια, με ήρεμη, σταθερή φωνή και με Αφρικάνικη προφορά. «Όταν ήμουνα μικρή, η μητέρα μου εργαζόταν και την έβλεπα να δίνει το δέκατό της. Το ίδιο και ο πατέρας μου. Και όμως πάντα είχαμε αρκετά».
Όμως τώρα σ’ αυτήν την κατάσταση; Την ρώτησα αν ποτέ διανοήθηκε να μη δώσει το δέκατό της λόγω των δύσκολων περιστάσεων που περνούσαν. Δεν έδειξε να κατανοεί τι εννοούσα. «Υπάρχουν τόσα άτομα στο σπίτι σου», της είπα. Κούνησε το κεφάλι της, περιμένοντας να της εξηγήσω τι εννοούσα. «Για μερικά άτομα αυτό μπορεί να είναι δύσκολο», της εξήγησα. «Ο πατέρας σου δεν μπορεί να βρει δουλειά … Η μητέρα σου έχει προβλήματα υγείας … Αφήσατε φίλους και συγγενείς και ήλθατε σε μια νέα χώρα …» και εκεί ήταν που σταμάτησα να προσπαθώ να πείσω την Βανέσα, αντιλαμβανόμενη ότι αυτά που πέρναγε δεν της φαίνονταν τόσο δύσκολα.
«Μερικές φορές στην πατρίδα», μου είπε, «επιτρέπαμε σε άστεγους να μείνουν μαζί μας για λίγο. Στέλνουμε ακόμη χρήματα σε ορφανοτροφεία πίσω στην πατρίδα μας. Εδώ, αν έχουμε επιπλέον φαγητό ή ρούχα, τα μοιράζουμε σε άλλους στον δρόμο».
Μου ήταν αδύνατον να εναρμονίσω την εικόνα της αφθονίας και της γενναιοδωρίας την οποία περιέγραφε σε μένα η Βανέσα, με την αντίληψή μου για το πόσο λίγα χρήματα είχαν. «Δεν σε πειράζει μερικές φορές όταν χρειάζεσαι κάτι το οποίο δεν μπορείς να αγοράσεις;» την ρώτησα.
«Ναι», μου είπε. «Και τότε ζητάω χρήματα. Ζητάω από φίλους ή από την οικογένειά μου. Δεν ζητάω ποτέ δανεικά, μόνο σαν δώρο». Είτε μερικές φορές δίνει η ίδια, είτε άλλες φορές δέχεται (όμως ποτέ δεν μπαίνει σε χρέος) η Βανέσα νοιώθει το ίδιο άνετα και στους δύο ρόλους. Τόσο να δίνει με χαρά, όσο και να λαμβάνει χωρίς ντροπή.
Επέστρεψα ξανά στην ερώτηση με το δέκατο. «Αν όμως μερικές φορές δεν έχεις αρκετά χρήματα, δεν νοιώθεις ότι θα πρέπει να κρατήσεις το 10% του εισοδήματός σου το οποίο σκέφτεσαι να δώσεις;»
«Όχι», απάντησε ήρεμα η Βανέσα. «Ο Θεός πάντα θα αναπληρώσει ό,τι χρήματα δίνεις». Και μου είπε για εκείνη την φορά που βρήκε 10 δολάρια στην τσέπη της. Και την ιστορία για τότε που δεν είχε τα χρήματα να αγοράσει ένα παλτό, όμως κάποια της πρόσφερε ένα παλτό που είχε αγοράσει και δεν της έκανε.
«Τι σκέφτεσαι», τη ρώτησα κάπως διστακτικά, επειδή ρώταγα συγχρόνως και για τον εαυτό μου, «για εκείνους τους ανθρώπους που έχουν καλές δουλειές, ζούνε σε μεγάλα σπίτια και λένε ότι τους είναι δύσκολο να προσφέρουν πάρα πολλά;»
Περίμενα με αγωνία, όμως η απάντηση της ήλθε χωρίς καμία κριτική, ήρεμη και σταθερή. «Δεν γνωρίζουν το μυστικό».
Δεν συνέχισε δίνοντας κάποια εξήγηση. «Ποιο μυστικό;» τη ρώτησα. Αν και έβλεπα από το ρολόι ότι ο χρόνος μας έφθανε στο τέλος του και η Βανέσα έπρεπε να πάει στη δουλειά στις 3:45, εγώ ήθελα να μάθω το μυστικό.
«Όταν δίνεις κάτι, επακολουθούν περισσότερες ευλογίες», μου είπε.
Για μένα αυτός ο συλλογισμός δεν έβγαζε νόημα. Και όμως κατά κάποιο τρόπο είχε μια λογική. Πιστεύω η νεαρή αυτή θα έχει ένα σπουδαίο μέλλον στη νέα της χώρα. Αυτά που μαθαίνει στο σχολείο και τη δουλειά της θα τη βοηθήσουν με τις δεξιότητες που χρειάζεται, όμως είναι αυτή η αυτοπεποίθηση και το δυνατό θεμέλιο που έχει που θα την κάνουν να υπερβεί όλα τα εμπόδια. Νοιώθω ευγνωμοσύνη για τη Βανέσα και τους άλλους μαθητές που προκαλούν τα ιδεολογικά μου πιστεύω σαν πολίτη του ανεπτυγμένου κόσμου και με βοηθάνε να σκεφτώ περαιτέρω. Βλέπει τον κόσμο μέσα από μια οπτική ευγνωμοσύνης, εμπιστοσύνης και ελπίδας και τα εμπόδια δεν την πτοούν, καθώς αυτά χάνονται ενώ αυτή συνεχίζει να προχωράει μπροστά.