Ήταν σκεπασμένος με τα λευκά σεντόνια του νοσοκομείου, ενώ γύρω του παντού υπήρχαν σωληνάκια και καλώδια. Καθώς τον πλησίασα, ούτε καν τον αναγνώρισα – το αρρωστημένο δέρμα του, τα στεγνωμένα του μάγουλα – όταν όμως άνοιξε τα μάτια του και μου χαμογέλασε, με έκανε να θέλω να πάω να τον αγκαλιάσω όπως έκανα πάντα. Ο παππούς, αυτός που αγαπούσα περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον σε όλο τον κόσμο, είχε υποστεί σοβαρή καρδιακή προσβολή.

Ανέκαθεν ο παππούς ήταν ο καλύτερος φίλος μου καθώς επίσης και ο έμπιστός μου και ο σύμβουλος μου όταν εγώ είχα προβλήματα με τους φίλους μου ή τα μεγαλύτερα αδέλφια μου. Σαν το μικρότερο παιδί στην οικογένειά μου, ήμουν ντροπαλή, άχαρη και αβέβαιη για τον εαυτό μου, όμως ο παππούς πάντα ήξερε πώς να με ενθαρρύνει όταν το χρειαζόμουν. Αν χρειαζόμουν έναν φίλο, αυτός ερχόταν μαζί μου στα παιχνίδια. Αν χρειαζόμουν κάποιον για να του πω τον πόνο μου, ήξερε που θα τον εύρισκα. Η μεγάλη και ζεστή αγκαλιά του παππού ήταν το πιο παρήγορο μέρος πάνω στη γη! Αν χρειαζόμουν κάποια επίπληξη, αυτός ήξερε να το κάνει με περισσή ευγένεια. Ήξερε να αγγίζει την καρδιά μου και να με κάνει να θέλω να γίνω καλύτερη. Επίσης προσευχόταν πολύ και πάντα μου υπενθύμιζε ότι η προσευχή ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να συμβούν καλά πράγματα.

Ήμουν έφηβη 14 χρονών, όταν μας κάλεσαν να πάμε στο νοσοκομείο. Ένα – ένα, όλα εμείς τα παιδιά από το μεγαλύτερο μέχρι το μικρότερο, μπήκαμε στο δωμάτιο του παππού για να τον δούμε για λίγο.

Μετά από ένα χαμόγελο και ένα τρεμουλιαστό αλλά χαρωπό «γεια», ο παππούς πήρε το χέρι μου στο δικό του και μου είπε. «Τζόϊς, ήσουν πάντα η πιο αγαπημένη μου εγγονούλα. Ξέρω πως μερικές φορές σου είναι δύσκολο να βρεις που ταιριάζεις. Συχνά νοιώθεις λες και δεν ξέρεις τι να κάνεις και ανησυχείς μήπως και δεν αξίζεις και τόσο. Όμως θέλω να ξέρεις ότι ο Θεός σε αγαπά και έχει ένα ξεχωριστό σχέδιο για τη ζωή σου».

Εκείνη τη στιγμή, ήλθε η μητέρα μου, με ακούμπησε στον ώμο και με πήρε απ’ το δωμάτιο. «Ο παππούς πρέπει να ξεκουραστεί», μου είπε.

Δύο μέρες αργότερα ξαναείδα τον παππού. Αυτή τη φορά φορούσε το καλύτερο κοστούμι του και ήταν μέσα σε ένα φέρετρο. Τα λουλούδια μύριζαν τόσο υπέροχα και ήταν η στιγμή να του πω το τελευταίο αντίο. Αυτή τη φορά, τα γαλανά αστραφτερά του μάτια δεν άνοιξαν. Καθώς πλησίαζα το φέρετρο, έτρεμα από φόβο και συγκίνηση, όμως τότε είδα το πρόσωπό του. Το χαραγμένο χαμόγελο πάνω στο πρόσωπό του, μου έλεγε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ο παππούς πέθανε όπως είχε ζήσει – χαμογελώντας. Ο κόσμος μιλούσε για μέρες για τη χαμογελαστή έκφραση του παππού. Ο εργολάβος κηδειών μας είπε πως είχε προσπαθήσει, ανεπιτυχώς, να αλλάξει την έκφραση του παππού επειδή ποτέ του δεν είχε δει κάτι παρόμοιο και σκεφτόταν ότι θα έδειχνε κάπως απόκοσμο. Ο παππούς δεν είχε ούτε πολλά χρήματα ούτε κάποια περιουσία για να αφήσει. Η τελευταία του κληρονομιά ήταν το γαλήνιο χαμόγελό του και η ικανοποίηση που φανέρωνε το πρόσωπό του.

Η οικογένειά μου πήγαινε πάντα στην ίδια εκκλησία σε μια μικρή κωμόπολη που δεν υπήρχε καν στον χάρτη των βορειοανατολικών Ηνωμένων Πολιτειών. Κάθε Κυριακή, ο παππούς ερχόταν 20 λεπτά αργότερα στη λειτουργία. Και κάθε Κυριακή, μια ομάδα από 30 παιδιά τον ακολουθούσαν, που ήταν και το απλοϊκό του λειτούργημα, το να συγκεντρώνει δηλαδή τα μικρά παιδιά από φτωχές οικογένειες που ζούσαν στους γύρω λόφους και να τα φέρνει στην εκκλησία.

Μια φορά, ενώ εγώ και ο πατέρας μου, ήμασταν μέσα σε μια τράπεζα μιας κοντινής πόλης, ένας νεαρός επιχειρηματίας άκουσε τον πατέρα μου να αναφέρει το όνομά του.

«Χάνκοκ;» ρώτησε ο νεαρός. «Μήπως και είστε συγγενής με τον Εντ Χάνκοκ;» Στη συνέχεια εξήγησε ότι όταν ήταν μικρός, ο παππούς μου τον πήγαινε πάντα στην εκκλησία.

«Και αυτό μου άρεσε» είπε αυτός, «Όμως αυτό που άλλαξε πραγματικά τη ζωή μου ήταν όταν μου είπε, ‘Γνωρίζω πως η οικογένεια σου είναι φτωχή και μερικές φορές ανησυχείς ότι δεν έχεις καμία αξία, όμως θέλω να ξέρεις ότι ο Θεός σε αγαπά και έχει ένα ξεχωριστό σχέδιο για τη ζωή σου’».

Σε όλα μου τα εφηβικά και κολεγιακά χρόνια, γνώρισα σκεπτικιστές φίλους και άθεους καθηγητές, αμφέβαλλα για την πίστη μου και μερικές φορές αναρωτιόμουν για το τι πίστευα. Όμως ακόμα και όταν βρισκόμουν στο χαμηλότερο σκαλί, δεν μπορούσα να σβήσω την ανάμνηση από το χαμόγελο και την πίστη του παππού μου.

Πριν τέσσερεις δεκαετίες, αποφάσισα να αφιερώσω τη ζωή μου στον Θεό και να δω τι μπορούσε να εκπληρώσει Αυτός με κάποια τόσο ασήμαντη όπως εγώ. Από τότε έχω εργαστεί σε 10 διαφορετικές χώρες κάνοντας γνωστή την αγάπη του Θεού στους άλλους και μιλώντας τους για τον Ιησού. Έχω ξεπεράσει την ατολμία μου, έδωσα ομιλίες μπροστά σε μεγάλες ομάδες από ανθρώπους, διεύθυνα σεμινάρια και δίδαξα εκατοντάδες παιδιά, έφηβους και νεαρά άτομα. Έχω κάνει πολλά πράγματα τα οποία η άτολμη και αδέξια 14-χρονή Τζόϊς ποτέ δεν είχε ονειρευτεί ότι θα μπορούσε να είχε κάνει.

Ο Θεός συνεχίζει να φέρνει ξεχωριστούς ανθρώπους στο μονοπάτι μου. Όταν διαισθάνομαι τους φόβους τους και την ατολμία τους, τους πιάνω απ’ το χέρι και χωρίς καν να το σκεφτώ, τους λέω. «Ξέρω πως μερικές φορές νοιώθεις πως δεν ξέρεις τι να κάνεις και ανησυχείς για το τι θα γίνεις. Όμως ο Θεός σε αγαπά και έχει ένα ξεχωριστό σχέδιο για τη ζωή σου».