Πρωτοσυνάντησα την Ντανίκα και τον Μίλικ πριν 13 χρόνια. Ήταν ήδη γνωστοί ως «οι παππούδες πάνω στο βουνό», επειδή το όνομα του μικρού χωριού όπου ζούσαν λεγόταν Σουχοντόλ, που σήμαινε «άγονος λόφος». Για να πας εκεί, έπρεπε να οδηγήσεις σε έναν απότομο δρόμο, ενώ στη διάρκεια ενός βαρύ χειμώνα δεν μπορούσες να προσεγγίσεις με αυτοκίνητο. Δεν έχουν τρεχούμενο νερό, ούτε υδραυλικές εγκαταστάσεις και όπως τόσοι πολλοί άλλοι στην περιοχή της Κροατίας στα σύνορα με τη Βοσνία, έχουν πολύ άσχημες ιστορίες να διηγηθούν, όταν έπρεπε να αποφύγουν τον πόλεμο και τον όλεθρο, ζώντας σε καταυλισμούς προσφύγων, ενώ όταν επέστρεψαν ξανά στο χωριό τους, το σπίτι τους ήταν καμένο και έπρεπε να αρχίσουν τη ζωή τους από την αρχή σε μια ηλικία που πολλοί άλλοι βγαίνουν στην σύνταξη.

Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, είναι πάντα χαρούμενοι και πάντα μας περιμένουν με χαρά, αφού πολύ λίγα άτομα ζούνε πια σε αυτό το απομονωμένο χωριουδάκι. Μια φορά τους συναντήσαμε ενώ έπλεναν τα ρούχα τους σε ένα ρυάκι με παγωμένο νερό και τους πήραμε μαζί μας στο αμάξι να τους πάμε στο σπίτι τους. Όταν μπήκαν στο μικρό μας βαν, τους ρωτήσαμε αστειευόμενοι: «Πού θέλετε να σας πάμε; Μπορούμε να σας πάμε οπουδήποτε» «Στο Σουχοντόλ», απάντησαν περήφανα, «το καλύτερο μέρος στον κόσμο!»

Η Ντανίκα είναι ζωηρούλα, ενώ ο Μίλικ είναι πιο ήσυχος και μαζί απαρτίζουν ένα αστείο, διασκεδαστικό, εκκεντρικό και συνάμα γεμάτο ζωντάνια ζευγάρι. Παρότι είναι στα ογδόντα τους, συνεχίζουν να βόσκουν τα πρόβατά τους και να καλλιεργούν τη γη είτε βρέχει, είτε χιονίζει, είτε έχει ζέστη. Τους έχω επισκεφτεί αμέτρητες φορές με άλλους φίλους και εθελοντές, τους φέρνουμε φαγητό και άλλα αναγκαία είδη, όμως πάντα φεύγουμε με περισσότερα απ’ ό,τι τους προσφέρουμε, από την άποψη μαθημάτων και αξιών που μαθαίνουμε.

Μια φορά, μια νεαρή κοπέλα που είχε εντυπωσιαστεί πάρα πολύ από αυτούς, μου είπε: «Ελπίζω μια μέρα να μπορώ και εγώ να κτίσω κάτι τόσο ανεκτίμητο όπως και αυτοί». Στην αρχή, αυτό που είπε, με άφησε έκπληκτη, γιατί η Ντανίκα και ο Μίλικ δεν έχουν σχεδόν τίποτα που να ‘χει κάποια υλική αξία, αφού τα περισσότερα πράγματα που είχαν χάθηκαν ανεπιστρεπτί. Αναρωτιόμουν αν είχε κατανοήσει πράγματι την κατάστασή τους και αν ναι, τι εννοούσε με αυτό που είπε.

Μου εξήγησε πως αυτό που της έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η αγάπη που είδε στα μάτια τους μετά από τόσα πολλά χρόνια γάμου και παρότι είχαν αντιμετωπίσει τόσων ειδών αντιξοότητες και δυσκολίες.

Σε έναν κόσμο, όπου οι σχέσεις είναι τόσο ασταθείς και οι δεσμεύσεις εύκολα αθετούνται, αυτή θεωρούσε πως η σχέση τους είχε πολύ μεγάλη αξία και ήταν ένα επίτευγμα. Πώς λοιπόν θα μπορούσα να διαφωνήσω με αυτό;